Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΕΛΙΟΣ

Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ

Δια-σκεδασκευή του Δημήτρη Σκουρτέλη 
του έργου του Διονυσίου Σολωμού 
“Η γυναίκα της Ζάκυνθος” 

Πηγή εικόνας εδώ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1

“Ο ΑΙΘΟΥΣΑΡΧΗΣ ΠΙΚΡΑΙΝΕΤΑΙ”


1. Εγώ Διονύσιος Αιθουσάρχης, εγκάτοικος στην αίθουσα Τέχνης του Αγίου Λύπιου, για να περιγράψω ό,τι στοχάζουμαι λέγω:

2. Ό,τι εγύριζα από το Γκάζι, οπού είχα πάει για να μιλήσω με έναν έμπορο τέχνης, για κάτι υπόθεσες καλλιτεχνικές.

3. Και ήτανε καλοκαίρι, και ήταν ή ώρα οπού θολώνουνε τα νερά, και είχα φθάσει στα Τρία Εκθετήρια, και ήταν εκεί ένας αράπης Ευρωπαίγος και τριγύρου ή γη όλο νερά, γιατί πάνε οι καλλιτέχνιδες και συχνο@@νουνε. και παίρνουνε κι επιδοτήσεις.

4. Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Εκθετήρια και απιθώνοντας τα χέρια μου στο πρόγραμμα της έκθεσης για τα σάπια νερά και έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ πρωτοποριακό.

5. Και το είδα ως τη μέση γιομάτο κοτσάνες και είπα: Δόξα σοι ο Θεός.

6. Γλυκιά η δροσιά που στέρνει για τα σπλάχνα του αιθουσάρχη η πρωτοπορία με τα πλαστικά μπουκάλια νερού, μεγάλα τα έργα του και μεγάλη ή αφχαριστία του άνθρώπου.

7. Και οι Καλλιτέχναι κατά τη θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό επαίξανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο πρόγραμμα για τα νερά.

8. Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους Καλλιτέχνας, ασήκωσα από το πρόγραμμα το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλοί;

9. Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των καλλιτεχνών οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντας το ανάμεσα στο πρόγραμμα και στην απαλάμη μου.

10. Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο, έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση.

11. Εμνέσκανε το λοιπόν από κάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο πρόγραμμα για να βοηθήσω, το νου μου να εύρει κάνε τρεις καλλιτέχνας.

12. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ,

13. ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα και έκαμα το σταυρό μου.

14. Έπειτα θέλοντας να αριθμήσω τους άτεχνους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τσέπη του παντελονιού μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον! πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα.

15. Και ο νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλον αριθμό· όμως με παρηγορούσε το να βλέπω πως καθένας κάτι καλό είχε απάνου του. Και άκουσα ένα. γέλιο φοβερό μες στο πηγάδι και είδα προβαλμένα δυο κέρατα. Πίσωθέ τους κάτι φιλότεχνοι που ήταν ειδικοί στο Κέρατον.

16. Και μου ήρθε στο νου μου, περσότερο από όλους αυτούς, ή Εικαστικός της Ζάκυνθος, ή οποία πολεμάει να βλάφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη της Τέχνης.

17. Και γυρεύοντας να ιδώ εάν μέσα σε αυτήν την ψυχή, εις την οποίαν αναβράζει η κακοτεχνία του Σατανά, αν έπεσε ποτέ η απεθυμιά του παραμικρού καλού, ή μόνο πλαστικά μπουκάλια μνέσκουνε.

18. έπειτα που εστάθηκα να συλλογιστώ καλά, ύψωσα το κεφάλι μου και τα χέρια μου στον ουρανό και εφώναξα: Θέ μου, καταλαβαίνω πως γυρεύω ένα κλωνί αλάτι μες στη βυσσινάδα.

19. Και είδα πως ελάμπανε από πάνου μου όλα τ' άστρα τση Τέχνης, και άνοιξα την Βίβλο του Καντίσκι, όπου με ευφραίνει πολύ.

20. Και εβιάσθηκα να κινήσω για το εκθετήριον του Δήμου Αθηναίων, γιατί είδα πως εχασομέρησα, και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη Εικαστικό της Ζάκυνθος.

21. Και ιδού καμία δωδεκαριά τεχνοκρίτες που ηθέλανε να μου εμποδίσουν το δρόμο,

22. και μη θέλοντας εγώ να τους κλοτσοβολήσω για να μην εγγίξω την ψώρα και τα (ε)π(ι)τυχία πούχανε, εστοχασθήκανε πως τους σκιάζουμαι,

23. και ήρθανε αναλύοντας σε βάθος σιμότερά μου· όμως εγώ εκαμώθηκα πως σκύφτω να πάρω πέτρα,

24. και έφυγαν όλοι και εξεθύμαιναν οι κακορίζικοι ψωριασμένοι τη λύσσα τους, ο ένας δαγκώνοντας τον άλλο.

25. Αλλά ένας όπου εδιαφέντευε κάποιους από τους τεχνοκρίτες, ένας αράπακας, επήρε κι αυτός μιά πέτρα,

26. και βάνοντας ο άθεος για σημάδι το κεφάλι εμέ του Διονυσίου του Αιθουσάρχου δεν το πίτυχε. Γιατί από τη βία τη μεγάλη, με την οποίαν ετίναξε την πέτρα, εστραβοπάτησε και έπεσε.

27. Έτσι εγώ έφτασα στην έκθεση του Γκαζιού παρηγορημένος από τές μυρωδίες του κάμπου, από τα γλυκότρεχα νερά και από τα πλαστικά μπουκάλια που εκυλιότουνα από πάνου από το κεφάλι μου σαν μία Έκθεση Πρωτοπορίας.

Το πρωτότυπο:
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1

“Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΙΚΡΑΙΝΕΤΑΙ”


1. Εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, για να περιγράψω ό,τι στοχάζουμαι λέγω:

2. Ό,τι εγύριζα από το μοναστήρι του Άγιου Διονυσίου, οπού είχα πάει για να μιλήσω με έναν καλόγερο, για κάτι υπόθεσες ψυχικές.

3. Και ήτανε καλοκαίρι, και ήταν ή ώρα οπού θολώνουνε τα νερά, και είχα φθάσει στα Τρία Πηγάδια, και ήταν εκεί τριγύρου ή γη όλο νερά, γιατί πάνε οι γυναίκες και συχνοβγάνουνε.

4. Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ νερό.

5. Και το είδα ως τη μέση γιομάτο και είπα: Δόξα σοι ο Θεός.

6. Γλυκιά η δροσιά που στέρνει για τα σπλάχνα του ανθρώπου το καλοκαίρι, μεγάλα τα έργα του και μεγάλη ή αφχαριστία του άνθρώπου.

7. Και οι δίκαιοι κατά τη θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό επαίξανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό.

8. Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;

9. Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντας το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου.

10. Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο, έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση.

11. Εμνέσκανε το λοιπόν από κάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό για να βοηθήσω, το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους.

12. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ,

13. ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα και έκαμα το σταυρό μου.

14. Έπειτα θέλοντας να αριθμήσω τους αδίκους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον! πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα.

15. Και ο νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλον αριθμό· όμως με παρηγορούσε το να βλέπω πως καθένας κάτι καλό είχε απάνου του. Και άκουσα ένα. γέλιο φοβερό μες στο πηγάδι και είδα προβαλμένα δυο κέρατα.

16. Και μου ήρθε στο νου μου, περσότερο από όλους αυτούς, ή γυναίκα της Ζάκυνθος, ή οποία πολεμάει να βλάφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη του έθνους.

17. Και γυρεύοντας να ιδώ εάν μέσα σε αυτήν την ψυχή, εις την οποίαν αναβράζει η κακία του Σατανά, αν έπεσε ποτέ η απεθυμιά του παραμικρού καλού,

18. έπειτα που εστάθηκα να συλλογιστώ καλά, ύψωσα το κεφάλι μου και τα χέρια μου στον ουρανό και εφώναξα: Θέ μου, καταλαβαίνω πως γυρεύω ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό.

19. Και είδα πως ελάμπανε από πάνου μου όλα τ' άστρα, και εξάνοιξα την Αλετροπόδα, όπου με ευφραίνει πολύ.

20. Και εβιάσθηκα να κινήσω για το ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, γιατί είδα πως εχασομέρησα, και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη γυναίκα της Ζάκυνθος.

21. Και ιδού καμία δωδεκαριά ψωρόσκυλα που ηθέλανε να μου εμποδίσουν το δρόμο,

22. και μη θέλοντας εγώ να τα κλοτσοβολήσω για να μην εγγίξω την ψώρα και τα αίματα πούχανε, εστοχασθήκανε πως τα σκιάζουμαι,

23. και ήρθανε βαβίζοντας σιμότερά μου· όμως εγώ εκαμώθηκα πως σκύφτω να πάρω πέτρα,

24. και έφυγαν όλα και εξεθύμαιναν τα κακορίζικα ψωριασμένα τη λύσσα τους, το ένα δαγκώνοντας το άλλο.

25. Αλλά ένας όπου εδιαφέντευε κάποια από τα ψωρόσκυλα επήρε κι αυτός μιά πέτρα,

26. και βάνοντας ο άθεος για σημάδι το κεφάλι εμέ του Διονυσίου του Ιερομόναχου δεν το πίτυχε. Γιατί από τη βία τη μεγάλη, με την οποίαν ετίναξε την πέτρα, εστραβοπάτησε και έπεσε.

27. Έτσι εγώ έφτασα στο κελί του Αγίου Λύπιου παρηγορημένος από τές μυρωδίες του κάμπου, από τα γλυκότρεχα νερά και από τον αστρόβολον ούρανό, ο όποιος εφαινότουνα από πάνου από το κεφάλι μου μία Ανάσταση.

Δημοσιεύεται και εδώ:

Περιπαίγνια του Σκουρτέλη

"Άπελθε και τας κολοκύντας γράφε" (Απολλώνιος ο Δαμασκηνός)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου