Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Οι τοιχογραφίες του Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.

 Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.

Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη
στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.

Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.


Εργο Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και του βοηθού του Δημήτρη Σκουρτέλη στον Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Ν. Ψυχικού.
Οι τοιχογραφίες έγιναν στο διάστημα 1985-1992 από τον Κωνσταντίνο Γεωργακόπουλο (δες εδώ) και τον βοηθό του Δημήτρη Σκουρτέλη.

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Η Ελληνικότητα της τέχνης στην ζωγραφική

Μόραλης
Όλη η κίνηση της "Ελληνικότητας στην Τέχνη" στην ζωγραφική (Τσαρούχης, Παπαλουκάς, Βασιλείου, Μυταράς, Μόραλης κλπ) -Εξαιρώ τον Παρθένη για μερικά έργα του, και θα καταλάβετε γιατί- βασίστηκε σε δυτικές μεθόδους. Συγκεκριμένα, με την εμφάνιση του Ιμπρεσιονισμού, δόθηκε μια εντύπωση πως τώρα πια το έργο τέχνης συλλαμβάνεται "επιστημονικά", με αυστηρή και «ουδέτερη» εικαστική ανάλυση του φωτός.
Οι προαναφερόμενοι Έλληνες πίστεψαν πως αναλύοντας επιστημονικά με την ιμπρεσιονιστική μέθοδο το "Ελληνικό Φως" και προχωρώντας σε αφαιρέσεις, θα έφταναν στις πηγές της αρχαίας ελληνικής τέχνης... Στην σχηματοποίηση και την χρήση δυο διαστάσεων, που κατ’ αυτούς ήταν άμεση συνέπεια της επίδρασης του Ελληνικού φωτός στους αρχαίους εικαστικούς... Δηλαδή πίστευαν πως θα κατέληγαν στον Ελληνικό εικαστικό Τρόπο μέσω μιας δυτικής σύγχρονης μεθόδου...
Οι αυταπάτες που περιέχει αυτή η εικαστική θεώρηση είναι άπειρες.
Πρόκειται για την αντίστροφη πορεία του αξιώματος πως «ο Ελληνικός πολιτισμός γέννησε τον δυτικό», που ούτως ή άλλως είναι έωλο, διότι τμήματά του, και όχι το σύνολό του χρησιμοποίησε η Δύση, και μάλιστα μέσα από τον παραμορφωτικό φακό των Λατίνων.
Ακόμα βασίζεται στην θεωρία πως ο πολιτισμός κάθε τόπου προέρχεται από τις κλιματικές συνθήκες. Και αυτή η θεωρία δεν στέκει. Ο Ελληνικός πολιτισμός ξεκίνησε στην Μικρά Ασία και όχι στην... Αττική, που προκρίνεται ως η πηγή του γνήσιου «Ελληνικού φωτός». Ο άξιος Περικλής Γιαννόπουλος μίλησε για "Ελληνικόν Φως", αλλά αυτός ήταν λογοτέχνης, όχι ζωγράφος, αν και είναι μερικά υπεύθυνος γι αυτό το ρεύμα.

Μυταράς
Ακόμα, και γενικότερα, δημιουργεί τεράστια σύγχυση ανάμεσα στην Επιστήμη και την Τέχνη, με την δεύτερη να υποτάσσεται στην πρώτη, με πλήρη Δυτική νοοτροπία, ψάχνοντας για ... Ελληνισμό.
Επίσης, όλη η μέθοδος είναι μια παρεξήγηση του ίδιου του ιμπρεσιονισμού, που δεν στηρίχθηκε αυτός ο ίδιος τόσο στην άψυχη ανάλυση του φωτός ανεξαρτήτως θέματος, αν και αυτό ήταν μια από τις μεθόδους του. Εδώ έχουμε, δυστυχώς, έναν μιμητισμό που βασίζεται στην παρεξήγηση μιας ξένης μεθόδου που δεν έγινε πλήρως αντιληπτή.
Παπαλουκάς

Και, φυσικά, υπάρχει η πλήρης αγνόηση του γεγονότος πως ποτέ η Ελληνική ζωγραφική δεν χρησιμοποίησε μοντέλο και δεν απεικόνισε τα πράγματα «εκ του φυσικού». Το να λέμε πως τα εικαστικά της επιτεύγματα βασίζονται στο φως, είναι επιστημονικοφανείς θεωρίες που είναι τμήμα των γενικότερων θεωριών περί Φυλής που σήμερα προκαλούν αμφιβολία για να μην πω γέλωτα.
Με όλα αυτά δεν υποτιμώ τους αναφερόμενους εικαστικούς ούτε απαξιώνω το έργο τους. Απαξιώνω την μέθοδό τους. Ευτυχώς η Τέχνη ξεφεύγει από την μέθοδο, και πάντα δίνει άξια έργα όπου υπάρχουν άξια χέρια.
Το ζητούμενο όμως, είναι η Ελληνικότητα, μια ελληνικότητα που να μην είναι ειδομένη μέσα από τα μάτια των δυτικών...

Δημήτρης Σκουρτέλης

Γουναρόπουλος

Ένα σχόλιο ειδικά για τον Τσαρούχη

Τσαρούχης


Δάσκαλός μου ο Τσαρούχης δεν ήταν. Συμμαθητής μου ήταν, παρ όλη την διαφορά ηλικίας, γιατί από το εργαστήρι του μαστρο- Φώτη του Κόντογλου περάσαμε και οι δύο. (από τους επιγόνους του Κόντογλου εγώ)

Εγώ έμεινα να σπάω τα μούτρα μου πάνω στα βράχια της Ρωμιοσύνης, ενώ ο Τσαρούχης την κοπάνησε με ελαφρά πηδηματάκια, και μετά παρίστανε τον ζωγράφο με ελληνική νοοτροπία ενώ τα έργα του ακολουθούσαν τα απόνερα των Ματίς, Μοντιλιάνι, κλπ –τα πιο προωθημένα- και το Ακαδημαϊσμού, τα περισσότερα.
Όσο για τα θέματά του... Όλοι ξέρουνε τι και ποιοι τον ενέπνεαν.
Αλλοίμονο στη Ελλάδα αν έχει ετούτον για εθνικό ζωγράφο...
Ο Τσαρούχης, ανήκει στην ομάδα εκείνη των έντεχνων που βλέπουν τον Ελληνισμό και την Ρωμιοσύνη σαν «κουλέρ λοκάλ» ενώ η νοοτροπία, το μήνυμα και η τεχνοτροπία τους ήταν βαθιά δυτική.
Έτσι μέσα από αυτόν, δεν πέρασε η Ελληνικότητα, αλλά ο αφελληνισμός της τέχνης...

πηγές εικόνων:
http://www.saronicmagazine.com/?p=3923

https://paletaart.wordpress.com/2012/10/24/μυταράς-δημήτρης-dimitris-mytaras-1934/μυταράς-δημήτρης-ελληνικό-τοπίο/

http://www.pemptousia.gr/wp-content/uploads/2012/08/1298.4735-650.jpg

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhirrqjLMgcQstveMDC4N8hQcsTDWN-N5W_EflFuHrYU4FBunZFWR3w8qEyFnUQLhFK16USKvt1jzyYmAckfyAsq3rn0fAW-MDFsA-A0aLiznhyphenhyphen4bwdX30gJcn_flAvICZfjqfCW6q8KoN7/s1600/Papaloukas-07.jpg



Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Η ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΚΡΗΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

1453-1821 Η ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΚΡΗΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
 Περίληψη του αντίστοιχου κεφαλαίου της διπλωματικής εργασίας ("Maitrise") 
του Δημήτρη Σκουρτέλη στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, στο τμήμα Εικαστικών Τεχνών, με τίτλο : 
"Η αναγέννηση της Βυζαντινής ζωγραφικής το 20ο αι. στην Ελλάδα"


Αν η κατάκτηση της Πόλης από τους Σταυροφόρους δεν φάνηκε να επηρεάζει την πρόοδο της αγιογραφίας, η Τουρκοκρατία, επίσης, δεν φάνηκε να βάζει τέλος στην ύπαρξη αυτής της τέχνης.
Και εδώ, επίσης, δεν πρόκειται για μια απλή συντήρηση μιας παράδοσης, αλλά για ένα νέο άλμα μπροστά, μια τέχνη ταυτόχρονα παραδοσιακή και νέα, που οι ιστορικοί αποκαλούν “Κρητική Σχολή” κυρίως λόγω της δυναμικής παρουσίας Κρητικών καλλιτεχνών μεταξύ των δημιουργών της.
Για μια ακόμη φορά, δεν μπορούμε παρά να εκπλαγούμε από αυτήν την δημιουργική επιβίωση που αντιφάσκει με το πολιτικό και κοινωνικό της πλαίσιο, ενώ το εκφράζει, ταυτόχρονα. Δεν γίνεται να μην αναφέρουμε τα λόγια του Γκραμπάρ, κατά τον οποίο η αγιογραφία είναι: “μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης, στην οποία μπορούμε να αναφερθούμε σε οποιαδήποτε στιγμή .... είναι μια ρυθμιστική  δύναμη που, ιδεωδώς, ο χρόνος δεν έχει επίδραση πάνω της.”
Μετά το 1453, η Ελλάδα βρίσκεται μοιρασμένη μεταξύ των Τούρκων (Ηπειρωτική Ελλάς) και των Ενετών (νησιά) Σε αυτές της συνθήκες, η Εκκλησία απομένει ως ο μόνος εν ζωή θεσμός του Βυζαντίου. Από εδώ και μπρος, η Ορθοδοξία είναι το σημείο που διακρίνει κατακτητές από κατακτημένους. Συνεπώς, ο ρόλος της Εκκλησίας γίνεται πολύ σημαντικός για το Έθνος.
Η υποκατάσταση της Εθνικότητας από την θρησκεία, μπορεί να μας δείξει πόσο η αγιογραφία, αυτήν την περίοδο, μετετράπη, από θρησκευτική τέχνη σε εθνική εικαστική γλώσσα.
Έκτοτε, η αγιογραφία θα είναι η εθνική ελληνική τέχνη, προορισμένη να παρουσιάζει, δια μέσου των θρησκευτικών της θεμάτων την ζωή του Έθνους.
Αυτό το χαρακτηριστικό δεν απέκλεισε τους δυνατούς δεσμούς συγγένειας ανάμεσα στην ελληνική αγιογραφία και αυτή των άλλων Ορθόδοξων χωρών. Αλλά, από την άλλη, τονίζεται μια κάποια διαφοροποίηση, ειδικά αφού ο άλλος μεγάλος κλάδος της αγιογραφίας, η ρωσική τέχνη, χάραξε πολύ γρήγορα τους δικούς της δρόμους όταν αναμίχθηκε με μερικά στοιχεία της Ρώσικης λαϊκής ζωγραφικής δημιουργώντας έναν πρωτότυπο ρυθμό, με κατεύθυνση προς έναν προχωρημένο περιορισμό του όγκου και της αίσθησης του χώρου, κατευθυνόμενη σε μια δισδιάστατη και διακοσμητική αντίληψη των επιφανειών. Από την άλλη, η ελληνική επιρροή παρέμεινε ισχυρή στα Βαλκάνια, σε αυτήν την περίοδο.


Έχουμε λοιπόν ένα νέο στάδιο της ιστορίας της αγιογραφίας, που έκτοτε, αναπαριστά όχι μόνο την θρησκευτική ζωή του έθνους, αλλά το σύνολό της. Τέτοιες “εθνικιστικές” τάσεις είχαν ήδη εμφανιστεί την προηγούμενη περίοδο. Η αγιογραφία της περιόδου, τουλάχιστον στις αρχές της, προσπαθεί να συγκεράσει όλες τις πλούσιες Παλαιολόγειες παραδόσεις, εκδηλώνοντας ακραίες συντηρητικές τάσεις.


Ο Χατζηδάκις υπογραμμίζει πως αυτή η εμμονή στην μεσαιωνική παράδοση δεν μπορεί να ερμηνευθεί σαν αδυναμία. Η ζωγραφική αυτής της περιόδου, εκφράζοντας τον Ελληνισμό,  αδράχνεται στις παραδόσεις της για να διατηρήσει την ιδιαιτερότητά της. Έτσι συνειδητοποιεί τις διαφορές της από τους Τούρκους και τους Ενετούς κατακτητές. Αυτή η τέχνη, κατά τον Χατζηδάκι πάντα, εκφράζει καθαρά την καλλιτεχνική θέληση του Ελληνισμού να μην ενδώσει σε ξένες αντιλήψεις, παρά τις σοβαρές επιρροές που υφίσταται.


Πίσω λοιπόν από αυτή την εμφανή ακινησία, κρύβεται μια αντίδραση, μια θέληση, μια ζωτικότητα εξαίρετη. Για άλλη μια φορά, η αγιογραφία εκφράζει την συνάντηση της εξέγερσης και του συντηρητισμού.



Η τέχνη του σκλαβωμένου έθνους αρχίζει να σχηματίζεται στο Άγιον Όρος από Κρητικούς ζωγράφους. Μπορούμε να αναφέρουμε δεκαπέντε μεγάλα τοιχογραφικά σύνολα που φιλοτεχνήθηκαν μεταξύ του 1535 και του 1568. Αυτή λοιπόν είναι η γέννηση της “Κρητικής Σχολής”. Οι ρίζες αυτής της τεχνοτροπίας βρίσκονται μέσα στις τάσεις της εποχής των Παλαιολόγων, που εκδηλώθηκαν κύρια στον τομέα των φορητών εικόνων, ειδικά στην Κωνσταντινούπολη.
Σε σύγκριση με την Μακεδονική Σχολή, την τεχνοτροπία της προηγούμενης περιόδου, η Κρητική τέχνη είναι πιο αυστηρή, πιο σοβαρή, πιο ήρεμη και ισορροπημένη. Το δραματικό αίσθημα αντικαθίσταται από την ηρεμία και το μέτρο. Οι φωτεινές επιφάνειες μειώνονται. Το φόντο (ο “κάμπος”) της σύνθεσης φτάνει σχεδόν στο μαύρο. Ειπώθηκε πως η Μακεδονική Σχολή, με την κίνηση και το χρώμα της, τα ογκώδη και επιβλητικά της πρόσωπα, εκφράζει την “Πνευματική Δύναμη” ενώ η εσωστρεφής Κρητική Σχολή εκφράζει την “Πνευματική Χάρη”. Θεολογικά, είναι δυο ισότιμες εκδηλώσεις του Πνεύματος.
Αυτή αυστηρή και ήρεμη τέχνη συμβαδίζει όχι μόνο στο αυστηρό κλίμα των Μονών και στις συντηρητικές κατευθύνσεις του Γεννάδιου Σχολάριου, του πρώτου Πατριάρχη μετά την Άλωση, αλλά πάνω απ' όλα, συμβαδίζει με την κατάσταση του Έθνους. Ο Κόντογλου υπογραμμίζει πως αυτή η τέχνη ήδη υπήρχε επί Παλαιολόγων αλλά μετά την Άλωση πήρε έναν χαρακτήρα πιο ασκητικό και δογματικό.
Άλλωστε. η Κρητική Σχολή χαρακτηρίζεται από μεγάλη δογματική καθαρότητα, αποκρυσταλλώνοντας τα σύμβολα και τα χαρακτηριστικά των Αγίων, των συνθέσεων του Δωδεκάορτου και άλλων παραστάσεων. Μερικές από τις συνθέσεις της παίρνουν συμβολικό χαρακτήρα για τον αγώνα του Έθνους.


Έτσι, οι στρατιωτικοί Άγιοι (Γεώργιος, Δημήτριος, Μηνάς κλπ) γίνονται σύμβολα της ένοπλης αντίστασης.  Ήδη, από την Βυζαντινή εποχή αυτοί οι Άγιοι ήταν βοηθοί στους πολέμους της Αυτοκρατορίας. Η σύνθεση του Αββά Σισώη που κλαίει μπροστά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γίνεται σύμβολο του μαρτυρίου του Έθνους. Η σύνθεση της Παρθένου με τους Αρχαγγέλους (Πλατυτέρα) θα γίνει η βάση ενός γνωστού δημοτικού τραγουδιού για την Άλωση της Πόλης, όπου οι Αρχάγγελοι προσπαθούν να παρηγορήσουν την Παναγία, που είναι θλιμμένη από το γεγονός.
Άλλωστε, πολλοί ήρωες της αντίστασης βρίσκουν την θέση τους στους Νάρθηκες πολλών εκκλησιών της εποχής.
Τα κέντρα της αγιογραφίας μετατοπίζονται σημαντικά αυτήν την εποχή. Στους Βυζαντινούς χρόνους, μόνο η Κωνσταντινούπολη και μερικά μοναστικά κέντρα συγκέντρωναν την απόλυτη πλειοψηφία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τους χρόνους των Παλαιολόγων, προστέθηκε η Θεσσαλονίκη, σαν ένα σημαντικό κέντρο. Αλλά κατά την Τουρκική και Ενετική κατοχή, τα καλλιτεχνικά κέντρα μετατοπίζονται στους  αστικούς σχηματισμούς της περιφέρειας, όπως τα Ιόνια νησιά, την Κρήτη, αλλά και την ίδια την Βενετία, όπου ανθεί μια σημαντική Ελληνική κοινότητα. Ακόμα, τα μοναστικά κέντρα του Άθω και των Μετεώρων μαρτυρούν έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος των μνημείων της Κρητικής Σχολής βρίσκονται συγκεντρωμένα σε αυτά τα μοναστήρια.
Κατά τον 18ο αι. τα κέντρα μετατοπίζονται ακόμα, προς τα χωριά και τις αγροτικές περιοχές, όπως την Ήπειρο και την Δυτική Μακεδονία. Οι ζωγράφοι σχηματίζουν κινούμενα συνεργεία, και διασχίζουν τα Βαλκάνια. Αυτό σημαδεύει το γλίστρημα  της αγιογραφίας προς την λαϊκή τέχνη και την βιοτεχνία. Με αυτόν τον τρόπο, η παρακμή της αγιογραφίας μπορεί να σχεδιαστεί τέλεια στον χάρτη, με την μετατόπιση των κέντρων της στα όρια ενός κύκλου που αγγίζει τις αγροτικές περιοχές.
Δεν μπορούμε να επεκταθούμε στην εκτίμηση και την ανάλυση της ζωής και του έργου κάθε αγιογράφου αυτής της εποχής. Θα αρκεστούμε να αναφέρουμε μερικούς από αυτούς: Θεοφάνης ο Κρης, Αντώνιος Τζώρτζης, Μιχαήλ Δαμασκηνός, Εμμανουήλ Λομπάρδος, Εμμανουήλ Τζάνες, Φιλόθεος Σκούφος, Διονύσιος εκ Φουρνά, Γεώργιος Μάρκου, κλπ



Αν η αρχή αυτής της περιόδου μας προσφέρει την εξαίρετη άνθηση της Κρητικής Σχολής, το τέλος της μας επιφυλάσσει τον “θάνατο” της αγιογραφίας. Ή για την ακρίβεια, την αργή και σταθερή διείσδυση των Δυτικών και λαϊκών στοιχείων  που από μια στιγμή και μετά θα αλλάξουν τελείως το πρόσωπό της, την εμφάνιση και ακόμα και το περιεχόμενό της.
Η Ελλάδα δεν έμεινε απομονωμένη από την Ευρωπαϊκή πραγματικότητα, ειδικά την Ιταλική. Γνωρίζουμε πως ένα μέρος των Ελλήνων ήταν υπήκοοι της Βενετίας, και η ίδια η πόλη υπήρξε καλλιτεχνικό κέντρο του Έθνους.
Η διασπορά των Ελλήνων Σοφών στην Ευρώπη είχε ήδη αρχίσει την εποχή των Παλαιολόγων. Αυτά τα φαινόμενα, σημάδευαν, από τη μια, την συνεχή εξάντληση των πνευματικών πόρων του Έθνους, αλλά από την άλλη, εξασφάλιζαν την συνεχή επαφή του Ελληνισμού με την Δύση, ταυτόχρονα με τις διαδικασίες της Αναγέννησης. Πράγματι, μια σειρά Ελλήνων καλλιτεχνών συμμετείχαν απ' ευθείας σε αυτές τις εξελίξεις της Ευρωπαϊκής Τέχνης, χωρίς όμως από την άλλη να μπορέσουν να κρατήσουν μια ιδιαιτερότητα.  Το έργο αυτών των καλλιτεχνών ανήκει απόλυτα στην ιστορία της Δυτικής Τέχνης.
Η πιο γνωστή περίπτωση τέτοιου καλλιτέχνη είναι ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, που αποκαλείται “Ο Έλλην” (ElGreco) Αυτός ο Κρητικός, αφού μαθήτευσε στην αγιογραφία, και μετά την εμπειρία του μελετώντας την Αναγέννηση στην Ιταλία, αποσύρθηκε στην Ισπανία (Τολέδο) δημιουργώντας μια εντελώς προσωπική ζωγραφική.
Αλλά οι περισσότεροι καλλιτέχνες διάλεξαν ένα είδος “μέσου όρου”. Ορισμένοι από αυτούς μπορούσαν να αλλάξουν τεχνοτροπία κατά την πελατεία τους, “A la greca” για τους Ορθόδοξους, “Allitaliana” για τους Ρωμαιοκαθολικούς.  Άλλοι ζωγράφιζαν με τους δυο τρόπους στο ίδιο σύνολο (πχ, τρίπτυχα, διπρόσωπες εικόνες...) Σιγά σιγά, και με διαφορετικό τρόπο για κάθε καλλιτέχνη, τα Ιταλικά στοιχεία αρχίζουν να ενσωματώνονται στα Ελληνικά, δημιουργώντας ένα περίεργο μείγμα.


Η τέχνη αυτής της εποχής υιοθετεί και ολόκληρες συνθέσεις από την Δύση,  που προηγουμένως ήταν άγνωστες στον Ορθόδοξο εικονογραφικό κύκλο (πχ. Η σφαγή των νηπίων, ο Ιησούς βαδίζει επί των υδάτων...) ενώ άλλες συνθέσεις, που ήταν κλασσικές στο παρελθόν σε αυτόν τον κύκλο, αντικαταστάθηκαν από δυτικές συνθέσεις με το ίδιο θέμα.
Η Ανάστασις, π.χ., που παραδοσιακά παριστάνονταν με την “Εις άδου κάθοδον”, εμπνευσμένη από το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου, αντικαθίσταται από την έξοδο του Ιησού από τον τάφο, με ένα κόκκινο λάβαρο στα χέρια. Πολλά τα παραδείγματα, και ειδικά σε συνθέσεις που είναι “δογματικές”. Ολες οι υπερβάσεις του Χρόνου και της Ιστορίας που η αγιογραφία πραγμάτωσε δια μέσου των αιώνων, για να αναδείξει ένα πιο προωθημένο θεολογικό μήνυμα, εκτιμήθηκαν σαν απλά λάθη.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, αφελείς μοναχοί θέλησαν να διορθώσουν το “σφάλμα” και κάλυπταν με μπογιά τα μέρη των συνθέσεων που θεωρούσαν λανθασμένα. Μια σειρά τοιχογραφικά σύνολα και εικόνες ξαναζωγραφίστηκαν εξ ολοκλήρου με την “μοντέρνα” φυσιοκρατική τεχνοτροπία. Η απώλεια ήταν ανυπολόγιστη. Πολλά αριστουργήματα χάθηκαν έτσι.
Η Ιταλική επιρροή εκδηλώνονταν και στο επίπεδο της τεχνικής. Η υιοθέτηση της ελαιογραφίας από πολλούς καλλιτέχνες τους έσπρωχνε να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή τεχνική, δηλ την αυγοτέμπερα. Οι σύγχρονοι αγιογράφοι γνωρίζουν πως η ελαιογραφία είναι εντελώς ακατάλληλη για την τεχνοτροπία της αγιογραφίας, καθαρά για πρακτικούς λόγους, τουλάχιστον.  Συνεπώς, η υιοθέτηση αυτής της μεθόδου έσπρωχνε από μόνη της στην εκτέλεση του έργου με τον Δυτικό τρόπο.
Ο κατάλογος των επιρροών είναι μακρύς. Απλά, θα παρατηρήσουμε πως οι καθαρά εικαστικές επιρροές, πάνω στην τεχνοτροπία λοιπόν, συμβαδίζουν με τις επιρροές στο περιεχόμενο και την θεολογική σύλληψη. Μια άλλη απαραίτητη παρατήρηση είναι πως το φαινόμενο δεν συνίσταται καθόλου σε μίξη πολιτισμών, αλλά είναι μια σειρά υποχωρήσεων και παραχωρήσεων της Ελληνικής στην Ιταλική τέχνη, όπως σημειώνει ο Χατζηδάκις.
Οφείλαμε να αναφέρουμε τα βιβλίο «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» του Διονυσίου εκ Φουρνά. Αυτός ο μοναχός του 18ου αι. συνέταξε αυτό το εγχειρίδιο αγιογραφίας, βασισμένος σε πιο παλιά κείμενα. Αυτή η έξοχη μελέτη, της οποίας η απλότητα και η ποιητική έκφραση είναι τα πιο σημαντικά της χαρακτηριστικά, χρησιμοποιείται ακόμα στις μέρες μας σε όλες τις ορθόδοξες χώρες.
Αλλά, ο Διονύσιος, που ήταν και ζωγράφος ο ίδιος, δεν θα μπορούσε παρά να αντικατοπτρίζει και τα λάθη και τις παρεξηγήσεις της εποχής του πάνω στην αγιογραφία. Η «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης»  του, λοιπόν, φέρει μεγάλο αριθμό αθέλητων, αλλά σοβαρών  ανακριβειών και λαθών. Μολοντούτο, παραμένει ένας οδηγός αξίας για τον αγιογράφο, γραμμένος με πίστη και γνώση, κατά τον Φ. Κόντογλου.
Ο Κόντογλου, δημοσιεύοντας την «Εκφρασιν της ορθοδόξου Αγιογραφίας» το 1960, θέλησε να συμπληρώσει και να διορθώσει την «Ερμηνεία» του Φουρνά.



Η παρακμή της αγιογραφίας λίγο πριν τον εικοστό αιώνα, δεν ήταν τοπικό φαινόμενο. Η ίδια πορεία ακολουθείται και στις άλλες ορθόδοξες χώρες, είτε αυτές ήταν υπό Κατοχή (Βαλκάνια) είτε ήταν ελεύθερες (Ρωσία) Ειδικά για την Ελλάδα, οι λόγοι είναι και γενικής και ειδικής φύσης.
Η πνευματική και υλική ένδεια οφειλόμενη στην Τουρκοκρατία.
Η έλλειψη τοπικής εκπαίδευσης, που οδηγούσε τους διανοούμενους σε φυγή στο εξωτερικό, και στην συνέχεια στην  υιοθέτηση από αυτούς του Δυτικού πολιτισμού.
Από την άλλη, οι καλλιτέχνες που έμεναν στη χώρα οδηγούνταν στην ασυνείδητη συνέχιση μιας παράδοσης και συνεπώς στην υποβάθμισή της.
Η εθνική ανεπάρκεια στον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό τομέα οδήγησε στον απεριόριστο θαυμασμό της Δύσης η οποία, την ίδια στιγμή πραγματοποιούσε εξαιρετική πρόοδο σε όλους τους τομείς. Η Νέα Ελληνική αστική τάξη, που αναπτύσσονταν στις σκληρές συνθήκες της ξένης κατοχής, είχε εμπορικό και ναυτικό χαρακτήρα, παρά βιομηχανικό, πράγμα που την οδηγούσε σε ακόμα πιο στενές σχέσεις με την Δύση. Έτσι, από την γέννησή της, ανέπτυξε μια αισθητική καθαρά Δυτική. Μετά την απελευθέρωση, η αστική τάξη ανέλαβε την πλήρη δυτικοποίηση της Ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, η δυτική τέχνη εγκαθίσταται οριστικά και με χαρακτήρα επίσημο από τις αρχές του 19ου αι. στην Ελλάδα.
Να λοιπόν γιατί η αγιογραφία τον 19ο αι. παίρνει ένα χαρακτήρα, είτε βιοτεχνικό και απλοϊκό, είτε νεοκλασικό και ακαδημαϊκό.





Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Το τρίπτυχο με την "Δέηση". Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη

Η σύνθεση που λέγεται "Δέησις" περιλαμβάνει
την Παναγία και τον Ιωάννη τον Πρόδρομο
να δέονται στον Κύριο Ιησού Χριστό για τους ανθρώπους.
Στην πλήρη της μορφή, αυτή η σύνθεση
περιλαμβάνει και Αγγέλους και τους Αποστόλους.
Το έργο είναι του Δημήτρη Σκουρτέλη.

Προσθήκη λεζάντας











Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Η Αναγέννηση των Παλαιολόγων μέρος Β'



Η ΑΝΑΓΈΝΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΛΌΓΩΝ ΣΤΟ 

ΒΥΖΑΝΤΙΟ

(Συμβολικά, η περίοδος από την Φραγκοκρατία (1204) έως την Αλωση (1453)
Περίληψη του αντίστοιχου κεφαλαίου της διπλωματικής εργασίας ("Maitrise") του Δημήτρη Σκουρτέλη στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, στο τμήμα Εικαστικών Τεχνών, με τίτλο : "Η αναγέννηση της Βυζαντινής ζωγραφικής το 20ο αι. στην Ελλάδα"

Επιστρέφοντας στο θέμα που θίξαμε στην αρχή του κεφαλαίου μας, δηλ. την νέα θέση του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας σχετικά με την Δύση αλλά και στον κόσμο, μπορούμε να πούμε πως αυτό το πρόβλημα είναι στις ρίζες κάθε πνευματικού κινήματος της εποχής αυτής.

Είναι λοιπόν, η διαμόρφωση του νέου προσώπου του Ελληνισμού που βρίσκεται στη βάση της εποχής των Παλαιολόγων. Αφορά την δημιουργία μιας νέας Εθνικής ιδεολογίας (Η μιας Εθνικής ιδεολογίας απλά) ενός νέου πατριωτισμού, ώστε να ανακουφιστεί η Εθνική Υπερηφάνεια, που τόσο γελοιοποιήθηκε και καταρρακώθηκε από το Σχίσμα και την Φραγκοκρατία.



Ο Χριστιανισμός δεν αρκούσε πια για να δικαιώνει το Βυζάντιο απέναντι στους εχθρούς του μια που τώρα και η Χριστιανική Δύση ήταν αντίπαλός του. Συνεπώς, οι Βυζαντινοί θα αγκιστρωθούν στην αρχαία Ελληνική παράδοση –όπως είχαν δικαίωμα εξ αιτίας της γλώσσας τους- και φυσικά στην Ορθοδοξία, την «ορθή πίστη» που πλέον δεν κινδύνευε μόνον από τους «άπιστους» δηλ τους Τούρκους, αλλά και από τους«αιρετικούς» και «σχισματικούς», δηλ τους Χριστιανούς της Δύσης. Οι Βυζαντινοί διανοούμενοι, προσκολλημένοι στην αρχαία Ελλάδα και ο λαός του Βυζαντίου, προσκολλημένος στην Ορθοδοξία, θα αναλάβουν μαζί το έργο της σωτηρίας του κράτους των Ορθοδόξων Ελλήνων, που τώρα πια είναι το Βυζάντιο. [1]

Ιδού λοιπόν το σημείο συνάντησης των Ησυχαστών και των Ανθρωπιστών, πίσω από μια επιφανειακή αντιπαράθεση. Από διαφορετικούς δρόμους, αυτά τα δυο κινήματα σχηματίζουν το νέο πρόσωπο του Ελληνισμού, που ας το πούμε, δεν διαφέρει πολύ από το σημερινό.  Αυτά οφείλονται και σε δημογραφικούς λόγους, [2] μια που η επιστροφή του όρου «Έλληνας» σε αντικατάσταση του όρου «Ρωμαίος»που παλιότερα καθόριζε τον Βυζαντινό πολίτη, και άλλα, παράλληλα φαινόμενα, οφείλονται και στο ότι η Αυτοκρατορία εγκαταλείπει πια τα οικουμενικά της όνειρα και περιορίζεται γεωγραφικά σε περιοχές που κατοικούνται από Έλληνες.



Η συνάντηση των δυο ρευμάτων είναι εμφανής στην τέχνη της περιόδου, που παρουσιάζει έξοχα μνημεία. Τα πρότυπα που εμπνέονται από την κλασσική αρχαιότητα ακολουθώντας τις αντιλήψεις των Ανθρωπιστών, συνταιριάζουν με το όραμα του υπερφυσικού«Θαβωρείου και ακτίστου φωτός» των Ησυχαστών, και την μεταμόρφωση του ορατού κόσμου. Οι Ησυχαστές, μέσω της «Κυριακής προσευχής» έφθαναν σε μια θέαση του κόσμου και του εαυτού τους, μεταμορφωμένη από την Θεία Χάρη. Άχρηστο, ίσως, να υπογραμμιστεί πόσο αυτή η οπτική επηρέασε το χρώμα και την αντίληψη του φωτός στην Βυζαντινή ζωγραφική της περιόδου.

Πολλοί ιστορικοί δεν έχουν κατανοήσει αυτήν την Σύνθεση. Λένε πως η τέχνη της περιόδου δεν είναι άλλο παρά το αποτέλεσμα Αρχαιοελληνικών επιρροών εις βάρος της Ορθόδοξης τέχνης. Άλλοι  πάλι, χαρακτηρίζουν την τέχνη της εποχής σαν μια «αποτυχημένη»Αναγέννηση, «πνιγμένη από έναν αρρωστημένο μυστικισμό»συγκρίνοντάς την με την Ιταλική Αναγέννηση.

Η ζωγραφική των Παλαιολόγων δεν ήταν ούτε η «παραχάραξη της παράδοσης» [3] ούτε μια Αναγέννηση πνιγμένη από τον μυστικισμό. Άλλωστε, η Αναγέννηση των Παλαιολόγων δεν αποτελεί εξαίρεση στην ιστορία της Βυζαντινής τέχνης. Αντίθετα δεν είναι παρά μια Αναγέννηση ανάμεσα στις πολλές παρόμοιες που γνώρισε αυτή η τέχνη. Στην πραγματικότητα, η επιστροφή στις αρχαίες πηγές είναι ένα συχνό φαινόμενο στην αγιογραφία.



Από την άλλη, όποια σύγκριση με την Ιταλική Αναγέννηση είναι ατυχής και αδόκιμη.  Η Ιταλική Αναγέννηση απέβλεπε σε μια ριζική ανάταξη της πνευματικής ζωής, που συνοδεύονταν με σειρά επιστημονικών ανακαλύψεων, μια μεγάλη οικονομική και εμπορική ανάπτυξη και με την κατάκτηση νέων περιοχών. Στην ουσία, η Ιταλική Αναγέννηση ήταν ένα κοινωνικό, πολιτικό και πνευματικό κίνημα που σηματοδοτεί την εξέλιξη της Δυτικής κοινωνίας σε μια Κεφαλαιοκρατική(καπιταλιστική) διάρθρωση, πράγμα που απαιτούσε νέες οδούς σκέψης.

 Τίποτα από αυτά, που καθορίζουν την Ιταλική Αναγέννηση,  δεν είναι κοινό με την Αναγέννηση των Παλαιολόγων. Η Ελληνική Αναγέννηση δεν ανακάλυπτε κάτι νέο, δεν έρχονταν σε ρήξη με το πρόσφατο παρελθόν της, αλλά υπογράμμιζε ένα στοιχείο που ήδη υπήρχε στην Βυζαντινή τέχνη –την αρχαία επιρροή. Δεν προσπαθούσε να δημιουργήσει έναν νέο κόσμο, αλλά να διατηρήσει ένα ένδοξο παρελθόν, όπως όφειλε. [4]

«Γεγονός είναι, πως οι ύστεροι Βυζαντινοί –σε αντίθεση με τους Ιταλούς- άφησαν χώρο στο Φυσικό, χωρίς να γίνουν Φυσιοκρατιστές. Χρησιμοποίησαν το Βάθος, χωρίς να το φυλακίσουν στους νόμους της Προοπτικής. Εξερεύνησαν το Ανθρώπινο, αλλά χωρίς να το απομονώσουν από το Θείο»... «Μπορούμε να αναρωτηθούμε αν η τέχνη των Παλαιολόγων αντιπροσωπεύει, όχι πλέον μια χαμένη Αναγέννηση, αλλά μια Αναγέννηση μεταμορφωμένη» [5]



Οι καλλιτέχνες αυτής της εποχής αρχίζουν πλέον να υπογράφουν τα έργα τους. Αλλά όσο και αν αναπτύσσουν τεχνοτροπίες λίγο-πολύ προσωπικές, παραμένουν συλλογικοί, και ακολουθούν τους κανόνες της αγιογραφίας. Αυτή η αντίληψη για τον καλλιτέχνη αγιογράφου παραμένει ως τις μέρες μας.

Η Αναγέννηση των Παλαιολόγων είναι ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να κατανοηθεί αν δεν το δούμε σαν αντίδραση στον στραγγαλισμό της Αυτοκρατορίας μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Από τη  άλλη, δεν ήταν ένα φαινόμενο διαρκείας, όπως στην Δύση. Αντιθέτως, θα μπορούσαμε να την κατατάξουμε μεταξύ των πολλών «Αναγεννήσεων» που γνώρισε η Βυζαντινή τέχνη κατά την  ύπαρξή της. [6]

Αλλωστε, αφού έκανε τον πλήρη κύκλο της, η Αναγέννηση των Παλαιολόγων παραχώρησε την θέση της (ακόμα και προ της Άλωσης) σε έναν πιο αυστηρό ρυθμό, που αποκαλούμε «Κρητική Σχολή»








[1] Αρβελέρ, «Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» σελ. 73-74
[2] Στήβεν Ράνσιμαν «Η τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση» σελ. 37
[3] Βράνος, «Θεωρία της αγιογραφίας» σελ. 25
[4] Οττο Ντέμους «Αρχαίες εικόνες της Ρωσίας» σελ. 9
[5] Olivier Clement, «Byzance et le Christianisme» σελ 77 Ήδη εξηγήσαμε πως οι συγκρίσεις αυτές είναι μάταιες.
[6] Όπως λέει ο Ράνσιμαν, άλλοτε ο καλλιτέχνης όφειλε να προσαρμόζεται σε ένα Ελληνίζον κοινό, και άλλοτε ένας Ελληνίζων καλλιτέχνης όφειλε να προσαρμοσθεί σε ένα κοινό πιστών. («Ο Βυζαντινός πολιτισμός» σελ. 305)