Εδώ, χρησιμοποιούμε την λέξη “χρώμα” με την έννοια “μπογιά” αναλύοντάς το σαν υλικό και όχι σαν οπτική ή εικαστική θεωρία.
Οποιοδήποτε χρώμα αποτελείται από την μίξη δύο υλικών. Την χρωστική ύλη, που δίνει τον χρωματισμό, και το συνδετικό υλικό, συνήθως διαφανές ή με ασθενή απόχρωση, που στεγνώνοντας στερεοποιείται και σταθεροποιεί την χρωστική ύλη.
Οι
χρωστικές ύλες
Είναι
αδρανή υλικά που έχουν από μόνα τους
ισχυρή απόχρωση (φυσικά χρώματα) ή
προέρχονται από χημική κατεργασία.
Είναι συνήθως οξείδια μετάλλων. Το
γνωστό μας “κεραμιδί”, παραδείγματος
χάριν, προέρχεται από την σκουριά του
σίδερου. Μερικά βρίσκονται αυτούσια
ως χώμα, ειδικά η Σιέννα και η Όμπρα
ή ο Βώλος της Σινώπης.
Αυτά
τα υλικά πρέπει να έχουν τριφτεί καλά
ώστε να γίνονται όσο πιο λεπτόκοκκα
γίνεται. Έτσι αποκτούν διεισδυτικότητα,
καλυπτικότητα, και ενώνονται ευκολότερα
με το συνδετικό υλικό. Χαρακτηριστικά,
ένα παλιός μάστορας, ο Τσενίνι, γράφει:
“Δεν μπορείς να τρίψεις πολύ ένα
χρώμα”
Το τρίψιμο των χρωμάτων |
Σήμερα
η βιομηχανία παράγει τεχνητά τις
περισσότερες χρωστικές ουσίες, που
εγγυάται ως πειραματικά δοκιμασμένες.
Πάντως, το ότι ένα χρώμα είναι φυσικής
προέλευσης, δεν σημαίνει πάντα καλή
ποιότητα. Ο καλλιτέχνης πρέπει υποχρεωτικά
να κάνει αρκετές δοκιμές και να μην
επαφίεται στις εγγυήσεις κάθε εργοστασίου.
Συνήθως, κάθε εργοστάσιο έχει και
ένα-δύο χρωστικά υλικά που δεν είναι
καλής ποιότητας.
Μερικές
χρωστικές ύλες έχουν χημικές ιδιότητες
που επιταχύνουν το στέγνωμα, πράγμα που
δημιουργεί ανομοιομορφίες στην εκτέλεση
του έργου. Άλλες είναι ιδιαίτερα
διαφανείς και άλλες ιδιαίτερα
καλυπτικές. Μερικές χρωστικές αντιδρούν
χημικά μεταξύ τους δημιουργώντας
τεράστια προβλήματα. Όλα αυτά λύνονται
με πειραματισμούς, και αργά η γρήγορα
κάθε εικαστικός θα καταλήξει σε μια
ομάδα χρωστικών που του ταιριάζουν,
αλλά και μπορούν να συνδεθούν μεταξύ
τους.
Το
να δώσουμε εδώ κατάλογο των χρωστικών
υλών είναι μάταιο και χρονοβόρο. Θα
πρέπει να αναζητήσετε ειδικές εκδόσεις,
που όμως λίγο θα σας διαφωτίσουν. Όπως
είπαμε, κανονικά ο καλλιτέχνης πρέπει
να κάνει επιλογή κατόπιν πειραμάτων.
Τα
συνδετικά υλικά
Είναι
ουσίες που θα τις αποκαλούσαμε και
κόλλες, που αναμιγνύονται με τις
χρωστικές ύλες και τους προσθέτουν δυο
ιδιότητες.
Πρώτον,
τις τυλίγουν με το σώμα τους και τις
στερεώνουν, προστατεύοντάς τις ταυτόχρονα,
δημιουργώντας αυτό που αποκαλούμε πλέον
“μπογιά” ή “χρώμα” και
Δεύτερον,
κάνουν το υλικό που έχει προκύψει να
προσκολληθεί στην επιφάνεια την οποία
προορίζεται να χρωματίσει.
Τα
συνδετικά υλικά χωρίζονται σε δυο
κατηγορίες: Τα υδατοδιαλυτά και
τα λάδια.
Υδατοδιαλυτά
υλικά.
Την
προβιομηχανική εποχή το βασικό
υδατοδιαλυτό συνδετικό υλικό ήταν το
αυγό ή ακόμη διάφορες κόλλες
που προέρχονταν από φυτά (π.χ.
Αραβικό κόμμι) ή και ζώα (π.χ.
πολύ αραιωμένη κόλλα από πετσιά η
καζεΐνη, που προέρχεται από το γάλα) ή
και ανόργανα
υλικά (όπως είναι ο
υδρύαλος, αν και αυτός δεν έχει μεγάλη
χρήση)
Μερικά
από αυτά μπορούν
να συνδυαστούν και
μεταξύ
τους, αλλά και με
ελαιώδη υλικά δημιουργώντας τα λεγόμενα
γαλακτώματα,
τα οποία εξακολουθούν να είναι υδατοδιαλυτά
αν και περιέχουν έλαια. Τέτοια γαλακτώματα
είναι και τα
σύγχρονα βιομηχανικά
πλαστικά
και ακρυλικά
χρώματα. Στα
ελαιώδη υλικά που προστίθενται, συνήθως
αναμιγνύονται και βερνίκια, δηλαδή
ρητίνες, ρετσίνια,
είτε φυσικά είτε τεχνητά. Το κλασικό
και παραδοσιακό ρετσίνι είναι η μαστίχα
Χίου,
που χρησιμοποιείται και στα ελαιοχρώματα
σαν πρόσθετο.
Τα
υδατοδιαλυτά υλικά, τα οποία αποκαλούμε
για συντομία με την ξένη λέξη “τέμπερες”
στεγνώνουν με την εξάτμιση του νερού
που περιέχουν, αφήνοντας ένα στερεό
υλικό που σταθεροποιείται αμέσως, αν
και συνεχίζουν να στερεοποιούνται
περισσότερο όσο περνά ο χρόνος.
Επειδή
δε έχουν συνήθως ισχυρή κολλητική
δύναμη, πρέπει τα κάτω στρώματα να
περιέχουν περισσότερο συνδετικό υλικό
από τα επάνω, αλλιώς τα επάνω στρώματα
“σηκώνουν”
τα κάτω.
Ειδική
φροντίδα πρέπει να παρθεί για το πρώτο
στρώμα, γιατί η επιφάνεια την οποία
χρωματίζουμε απορροφά ένα μέρος του
συνδετικού υλικού αφήνοντας το χρώμα
χωρίς αρκετή σύνδεση, ενώ τα επόμενα
στρώματα έχοντας όλη την κόλλα τους, το
κάνουν να ανασηκωθεί.
Το
βλέπουμε όλοι στους τοίχους των σπιτιών
μας όπου ο μπογιατζής δεν πήρε τα εξής
μέτρα: Ή τον εμπλουτισμό
του πρώτου χεριού
με περισσότερο συνδετικό υλικό, ή
(καλύτερα)
το “αστάρωμα”
δηλαδή τον εμποτισμό
της επιφάνειας με αραιό συνδετικό υλικό
ώστε να μην απορροφήσει το συνδετικό
υλικό του χρώματος. Αυτό πρέπει να κάνει
και ο εικαστικός.
Τα λιπαρά συνδετικά υλικά.
Τα αποκαλούμενα “λάδια” των οποίων
βασιλιάς είναι το λινέλαιο, αν και
παράγονται και από άλλα φυτά. Αλλοτε
χρησιμοποιούνται “ωμά” και άλλοτε
“ψημένα”, δηλαδή θερμασμένα για
πολύ ώρα ώστε να απορροφήσουν οξυγόνο
και να πάρουν ιδιότητες που προσομοιάζουν
στα βερνίκια.
Διότι τα λάδια, δεν στεγνώνουν με εξάτμιση, αλλά με απορρόφηση οξυγόνου, με το οποίο αντιδρούν χημικά και στερεοποιούνται. Πολλά ελαιοχρώματα παρασκευάζονται με προσθήκη βερνικιών, ειδικά και παραδοσιακά, της Μαστίχας Χίου, ή σήμερα, τεχνητών ρητινών.
Λόγω του τρόπου στεγνώματος, στα λάδια
ισχύει ο κανόνας “λιπαρό πάνω σε ξηρό”
ώστε να μπορούν τα διάφορα στρώματα να
στεγνώνουν ομοιόμορφα και να μην
δημιουργούνται σκασίματα και “σηκώματα”.
Το μεγάλο μειονέκτημα του ελαιοχρώματος
είναι το προοδευτικό του σκοτείνιασμα
και κιτρίνισμα, που καταστρέφει τα έργα
που έχουν γίνει χωρίς γνώση, αλλά χαρίζει
αυτήν την απίθανη απαλή χροιά στα έργα
των παλιών μαστόρων, που τα βελτιώνει
με τον χρόνο...
Μια που το θέμα του ιστότοπου είναι η
Βυζαντινή αγιογραφία, δεν θα επεκταθούμε
περισσότερο στον τομέα των ελαιοχρωμάτων.
Αυτά που μας ενδιαφέρουν είναι τα
βερνίκια, τα οποία παραδοσιακά
συνίστανται από ψημένο λινέλαιο και
βερνίκι μαστίχας, και σήμερα αντικαθίστανται
από τεχνητά, και η λεγόμενη “Μιξιόν”,
ένα βερνίκι αργού στεγνώματος που
χρησιμεύει στο χρύσωμα.
Η επιφάνεια που χρωματίζεται
Οποιοδήποτε χρώμα δεν μπορεί να σταθεί
χωρίς την επιφάνεια που χρωματίζει, και
το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται από την
αλληλεπίδρασή του με αυτήν. Ήδη
αναφερθήκαμε παραπάνω σε αυτήν την
σχέση, καθώς και στο κεφάλαιο περί
σχεδίου. Φυσικά θα χρειαστεί και ειδικό
κεφάλαιο για το οποίο επιφυλάσσομαι.
Δημήτρης Σκουρτέλης
Οποιοδήποτε χρώμα αποτελείται από την μίξη δύο υλικών. Την χρωστική ύλη, που δίνει τον χρωματισμό, και το συνδετικό υλικό, συνήθως διαφανές ή με ασθενή απόχρωση, που στεγνώνοντας στερεοποιείται και σταθεροποιεί την χρωστική ύλη.
ΑπάντησηΔιαγραφή