Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

ΕΙΣΑΓΩΓΉ ΣΤΗΝ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Περίληψη του αντίστοιχου κεφαλαίου της διπλωματικής εργασίας ("Maitrise") του Δημήτρη Σκουρτέλη στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, στο τμήμα Εικαστικών Τεχνών, με τίτλο : "Η αναγέννηση της Βυζαντινής ζωγραφικής το 20ο αι. στην Ελλάδα"



Θα ενδιαφερθούμε για το μήνυμα της αγιογραφίας όπως ερμηνεύεται στις μέρες μας. Θα καταδείξουμε κυρίως τον τρόπο και τα μέσα που χρησιμοποιεί για να εκφράσει αυτό το μήνυμα. Με ένα λόγο, θα αναλύσουμε τις αισθητικές αντιλήψεις αυτής της τέχνης.

Υποχρεωνόμαστε να αρχίσουμε με τις προκαταλήψεις της εποχής μας. Συνηθίσαμε να αποκαλούμε κάθε επιτυχημένο έργο τέχνης 'Ωραίο'. Στην πραγματικότητα, η αναζήτηση του Ωραίου δεν είναι παρά μία από τις κατευθύνσεις που μπορεί να πάρει η καλλιτεχνική έρευνα. Το Κωμικό, το Τραγικό, το Βίαιο, το Γραφικό, ακόμα και το Άσκημο, μπορούν να είναι αντικείμενα της τέχνης. Έτσι, θα ήταν προτιμότερο να χρησιμοποιούμε τον όρο "Καλό" αντί του όρου "Ωραίο" για να περιγράψουμε μια επιτυχημένη καλλιτεχνική προσπάθεια.

Δεν είναι μόνο θέμα ορολογίας. Πράγματι, για πολλούς αιώνες, μετά την Ιταλική Αναγέννηση, η Ιδανική Ομορφιά και η έρευνά της ορίστηκαν υποχρεωτικά σαν ο μοναδικός δυνατός και αναγνωρισμένος σκοπός της τέχνης. Μόνο με την εμφάνιση της Μοντέρνας Τέχνης μπόρεσε να καταρριφθεί αυτή η προκατάληψη, που όμως επηρεάζει ακόμα την συντριπτική πλειοψηφία των φιλότεχνων και πολλούς καλλιτέχνες.
Η αναζήτηση του Ωραίου ήταν το αντικείμενο δυο τεχνών με τις οποίες η αγιογραφία ήρθε σε άμεση επαφή. Πρόκειται για την Ελληνορωμαϊκή Τέχνη και αυτή της Αναγέννησης.



Το "Ωραίο" στην τέχνη καθορίζεται από την αναζήτηση των αναλογιών και του μέτρου, της τάξης και της ισορροπίας. Ένα τέτοιο έργο, που αποκαλείται συχνά και Κλασσικό, χρησιμοποιεί μια μόνο κλίμακα, και έχει αρχή, μέση και τέλος. Αν ένα του τμήμα αλλάζει, τότε αλλάζουν αναλογικά και τα υπόλοιπα. Για παράδειγμα, έχουμε τις σκάλες των αρχαίων Ελληνικών ναών της κλασσικής περιόδου. Αν ο ναός είναι μεγάλος, τα σκαλοπάτια γίνονται και αυτά υπερμεγέθη, (όπως αυτά του Παρθενώνα)και συχνά είναι αδύνατο να τα ανέβει κανείς. Το ίδιο συμβαίνει με τις πόρτες και τα άλλα επί μέρους στοιχεία. Αντιστρέφοντας τα πράγματα, ένα μόνο μέρος ενός τέτοιου έργου μπορεί, θεωρητικά, να μας δώσει τις αναλογίες του συνόλου του. Ακόμα, σε ένα κλασσικό έργο, η μορφή και το περιεχόμενο βρίσκονται σε τέλεια ισορροπία.

Η αγιογραφία έχει άλλους στόχους. Εκ γενετής, εκφράζει την οπτική του κόσμου που έχει η θρησκεία που την δημιούργησε, η Ορθοδοξία. Αλλά δεν μένει μόνο σε αυτόν τον κόσμο. Περιγράφει έναν κόσμο πνευματικό, πέρα από την διάνοιά μας, τις δυνάμεις μας και τις γνώσεις μας επί του υλικού κόσμου. Αυτή η οπτική, της οποίας η αγιογραφία είναι μάρτυρας, ξεπερνά την υλική ομορφιά, ξεπερνά την ισορροπία, επιχειρώντας να σπάσει τους δεσμούς του Κτιστού Κόσμου και επιχειρώντας να εκφράσει έναν κόσμο ασύλληπτο. Στην αγιογραφία λοιπόν, το περιεχόμενο υπερισχύει της μορφής. Η φυσιοκρατική ρεαλιστική αναπαράσταση δεν θα εξυπηρετούσε το ιδεώδες της, που ξεπερνά την φθαρτή φύση του ανθρώπου.



Θα συναντήσουμε διεργασίες αρκετά συγγενείς και σε άλλες τέχνες του Χριστιανισμού, όπως την Ρωμανική και την Γοτθική τέχνη, τηρουμένων των αναλογιών (ιστορικών, αισθητικών, θεολογικών)Ανάλογες τάσεις διασχίζουν σαν νήμα όλη την Ιστορία της Τέχνης, από την Πρωτόγονη, την Αιγυπτιακή, την Ισλαμική, καταλήγοντας σε ορισμένες μεταφυσικές τάσεις της Σύγχρονης Τέχνης. Ακόμα και μεταξύ των τάσεων της Κλασσικής Τέχνης, μερικές πλευρές της θρησκευτικής της εκδήλωσης,μας δείχνουν μια κυριαρχία του περιεχομένου πάνω στη μορφή που αποκαλύπτεται έως και τρομακτική: 
Το άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, (σύμφωνα με περιγραφές) η Εφεσία Άρτεμις, οι τοιχογραφίες του Μιχαήλ Άγγελου... Αυτά τα έργα, αν και ανήκουν αισθητικά στο Ωραίο, το ξεπερνούν, γεννώντας στον θεατή αισθήματα έκπληξης και φόβου ξένα προς την κλασσική αρμονία.

Όσα αναφέραμε, δημιουργούν την αισθητική κατηγορία του "Υπερβατικού", ή πιο απλά, του"Υψηλού". Αυτή εκφράζει με διάφορους τρόπους το αίσθημα έκπληξης, περισυλλογής και θαυμασμού του ανθρώπου ενώπιον πνευματικών Δυνάμεων που τον ξεπερνούν. Έτσι, το Μέτρο του Ωραίου αντικαθίσταται με την παραμόρφωση, το μεγαλείο, τον δυναμισμό, το εύρος, την αντίφαση συναισθημάτων, το μυστήριο, την δύναμη,  συχνά την βία, και την έλλειψη κοινής κλίμακας που αγκαλιάζει όλα τα μέρη του έργου.

Δεν είναι όλα όσα μόλις αναφέραμε χαρακτηριστικά της αγιογραφίας. Το Υψηλό στην αγιογραφία παίρνει χαρακτηριστικά ήρεμα και ισορροπημένα. Πράγματι, στην ιστορία της Τέχνης, το Υψηλό εκφράζεται με δυο τρόπους. Αυτόν που μόλις περιγράψαμε, και έναν άλλον, πιο βίαιο, που στηρίζεται στον δυναμισμό, το μεγαλείο και στην συντριβή του θεατή μπρος στην αχαλίνωτη ορμή του. Στην Χριστιανική τέχνη, που μας ενδιαφέρει άμεσα, ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Γοτθική Τέχνη: Ένας Γοτθικός ναός είναι ένα γιγάντιο άλμα στα ουράνια, που με την γήινη, υλική φόρα του αψηφάει κάθε Φυσικό Νόμο. Σαν ζωγραφική, σπρώχνει την απεικόνιση της πραγματικότητας στα διακοσμητικά της όρια, καταστρατηγώντας απόλυτα τις αναλογίες. Πρόκειται, κατά τον Καντ, για το "Δυναμικό Υψηλό".

Ένας Βυζαντινός ναός είναι μια αργή άνοδος στα Ουράνια. Αντίθετα, ο Γοτθικός ναός καταλήγει σε μια μύτη που τρυπά τον ουρανό, επιχειρώντας να ανέβει πιο ψηλά, ψάχνοντας έναν Θεό απόμακρο, κρυμμένο κάπου στα σύννεφα. Η άνοδος ενός Βυζαντινού ναού τελειώνει σε μια καμπύλη (τρούλο) που εκφράζει το τέλος του άλματος, την συνάντηση της ανθρωπότητας με τον Θεό, που σκεπάζει με τον θόλο τον κάτω ναό, που συμβολίζει τον κόσμο, ενώ ο τρούλος τον ουρανό.



Στο επίπεδο της ζωγραφικής, έχουμε μεγαλύτερο σεβασμό του Φυσικού, των αναλογιών, του βάθους. Έχουμε συγκρατημένη κίνηση και αίσθημα. Σε αυτήν την αντίληψη του Υψηλού, οι εξωτερικές εκφράσεις του Θείου, ο δυναμισμός και το μεγαλείο, αντικαθίστανται από την ηρεμία, την έκσταση και τον διαλογισμό. Πρόκειται για το "Μαθηματικό Υψηλό" όπου οι τάσεις του "Δυναμικού Υψηλού"βρίσκουν την ηρεμία τους, έχοντας κυριαρχήσει στον πνευματικό κόσμο

Είναι βέβαιο πως το κλασσικό Μέτρο είναι αρκετά συγγενές με αυτήν την αντίληψη του Υψηλού. Από την άλλη, η τέχνη της Ελληνικής αρχαιότητας δεν παρίστανε την ομορφιά με τρόπο εντελώς υλικό. Διαφοροποιούμενη από την Ρωμαϊκή τέχνη και αυτή της Αναγέννησης, μας δείχνει την υλική ομορφιά στην πνευματική της διάσταση. Το Ωραίο της Ελληνικής αρχαιότητας ξεπερνά -για την ακρίβεια προσπαθεί να ξεπεράσει- τον υλικό κόσμο και την πραγματικότητα.



Αυτές οι αποχρώσεις του Υψηλού και του Ωραίου, μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε μεγάλη συγγένεια ανάμεσα στην κλασσική αρχαιότητα και την Βυζαντινή τέχνη, που δεν είναι μόνο ιστορική, αλλά και αισθητική. Η αρχαία κλασσική Ελληνική τέχνη μας δίνει τις πνευματικές διαστάσεις του Ωραίου ενώ η αγιογραφία μας δίνει την ομορφιά του Υψηλού.

Ετσι, ορισμένοι τοποθετούν την αγιογραφία σε ξέχωρη αισθητική κατηγορία, που την ονομάζουνΠνευματική(Βράνος) Η αγιογραφία προέρχεται από μια πλήρη θεολογική ανάλυση και διαθέτει ένα ιδιαίτερο σύστημα αναπαράστασης σε όλες τις βαθμίδες (Τεχνική, μορφή, περιεχόμενο, εικονογραφικός κύκλος). Είναι λοιπόν ένα αυτόνομο αισθητικό σύστημα, αλλά αυτό δεν την εμποδίζεινα κατατάσσεται στην γενικότερη κατηγορία του Υψηλού. Το Υψηλό εκφράζει τις προγονικές τάσεις του Ανθρώπου προς το υπερφυσικό και το αιώνιο. Η αγιογραφία ερμηνεύει συμπληρώνει και ολοκληρώνει αυτές τις τάσεις με τον δικό της τρόπο, που συνίσταται ακριβώς σε μια ισορροπία του Ωραίου και του Υψηλού, με το δεύτερο, φυσικά, να κυριαρχεί.



Παρά τις διαφορές της με το κλασσικό ιδεώδες, η αγιογραφία είναι λοιπόν η συνέχεια της κλασσικής τέχνης. Υπάρχουν και όλα τα ενδιάμεσα στάδια, που υποδηλώνουν μια φυσική μετεξέλιξη. Η αρχαία κληρονομιά είναι πάντα εμφανής στην αγιογραφία, με τον ίδιο τρόπο που η αρχαία φιλοσοφία είναι εμφανής στα έργα των μεγάλων Χριστιανών θεολόγων.

Το Βυζάντιο παρέμεινε κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα η εστία του Ελληνισμού. Φυσικά γνώρισε διάφορες 'Αναγεννήσειςπου, σε αντίθεση με την Δύση, δεν επηρέασαν την καλλιτεχνική του εξέλιξη. Αντίθετα, οι Έλληνες του Μεσαίωνα αγνοούσαν αυτό το αίσθημα του 'ξένου' και του 'αρχαίου' που έπαιξε τόσο ρόλο στη Δύση. Η αρχαιότητα ήταν γι αυτούς το εθνικό τους παρελθόν, δεν είχαν ανάγκη να την 'ξανα-ανακαλύψουν', γιατί από αυτήν αντλούσαν αδιάκοπα για να διορθώσουν ή να ανακαινίσουν, ή να βρουν νέες μορφές και τύπους” 
(Ότο Ντέμους)



Από την άλλη, οι παρεμβάσεις της αγιογραφίας στην πραγματικότητα, μπορούν να ερμηνευθούν σαν ένα κοινό σημείο με την μοντέρνα τέχνη. Ας υπογραμμίσουμε το πόσο σημαντική ήταν η έλευση της μοντέρνας τέχνης στο να επανεκτιμηθεί και να αξιολογηθεί η Βυζαντινή τέχνη, που μέχρι τότε κρίνονταν υπό το πρίσμα του Κλασικισμού. Πολλοί ερευνητές, όπως ο Ευδοκίμωφ, ο Βράνος, ο Μιχελής, επισήμαναν και ανέλυσαν αυτές τις σχέσεις ανάμεσα στην μοντέρνα τέχνη και την αγιογραφία. Επισημαίνουμε ακόμα πως η έλευση της μοντέρνας τέχνης και η αναγέννηση της βυζαντινής τέχνης στην Ελλάδα, ήταν φαινόμενα παράλληλα.

Ότι κάνει τις δυο αυτές τέχνες να πλησιάζουν, τις απομακρύνει επίσης. Όπως η αγιογραφία, η μοντέρνα τέχνη ρίχνει τα τείχη της πραγματικότητας, αλλά για να την αμφισβητήσει, να την κατανοήσει, να την εκφράσει, να την εξερευνήσει, ή και για να εκφράσει αγχωτικές και ονειρικές καταστάσεις.

Και το πιο σημαντικό, αυτά γίνονται μέσα σε ένα ακατάσχετο κλίμα ανανέωσης, ψάχνοντας νέους δρόμους έκφρασης. Αυτές οι προθέσεις δεν έχουν σχέση με τους στόχους της αγιογραφίας. Με αυτήν, η πραγματικότητα και η φύση, χωρίς να αμφισβητούνται, μεταφέρονται σε έναν άλλο, φωτεινό κόσμο.

Δημοσιεύθηκε εδώ
Περιοδικό Τέχνης και Λόγου
και εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου