Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Η "Σολομώντεια κολόνα". Η μόνη ελληνική;



Οι κολώνες που δώρισε
ο Κωνσταντίνος ο Μέγας.

Σολομώντεια λέγεται η κολόνα που έχει μία (ή περισσότερες) ελικοειδή ράβδωση που περιστρέφεται καθ' ύψος. Θα μπορούσε να αποκληθεί “Ελικοειδής”.
Το όνομά της δόθηκε από τις κολώνες που ο Μ. Κωνσταντίνος δώρισε στον Ναό του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, (Δες φωτογραφία) και η παράδοση θέλει να είναι αυτές από το Ναό του Σολομώντα.
Και όμως, αυτές οι κολώνες του Κωνσταντίνου είναι από ελληνικό μάρμαρο, ενώ οι πηγές λένε πως τις έφερε από την Ελλάδα, όπου και κατασκευάστηκαν, προφανώς, υπολογίζουμε γύρω στο 2ο αιώνα μ. Χ.


Υπάρχουν μερικές ανάλογες (Αρχαίες) και στην Δυτική Αυτοκρατορία, και όλα δείχνουν πως πρόκειται έναν Ελληνικό ρυθμό, ίσως μάλιστα τον μοναδικό πραγματικά γηγενή ρυθμό κολόνας στην Ελλάδα, που συνεχίστηκε και στο Βυζάντιο. Την πραγματική τους “δόξα” όμως, γνώρισαν στην Δύση, όπου χρησιμοποιήθηκαν ευρέως σε θρησκευτικά και κοσμικά κτίρια.
Πιθανά οι αρχαίοι Έλληνες δεν τις χρησιμοποίησαν για να στηρίζουν ναούς και κτίρια γιατί απλά τις θεώρησαν λιγότερο ανθεκτικές. Τις χρησιμοποίησαν όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, για να στηρίζουν κατασκευές χωρίς βάρος.





Κάπως διαφορετικές μας τις δείχνουν οι δυο τοιχογραφίες της "Σχολής Ραφαήλ".
Εδώ, και στην επόμενη εικόνα.





Οι κολώνες ονομάστηκαν “Σολομώντειες” διότι η περιγραφή των δύο κολόνων του Ναού του Σολομώντα δίνει την εντύπωση κάποιου σπειροειδούς φυτικού μοτίβου. (ρόδια ή κρίνα λένε οι Εβραϊκές, σταφύλια και άμπελο λέει μια μεταγενέστερη Βυζαντινή.) Έτσι κι αλλιώς, κάθε φυτικό μοτίβο παρέπεμπε για τους Έλληνες στον Διόνυσο, οπότε γι αυτούς, ο ναός του Σολομώντα ήταν ναός του Διονύσου, κατά τον Ιωάννη τον Λυδό. «Οι Έλληνες πίστεψαν πως το ιερό του ναού των Ιεροσολύμων είναι του Διονύσου, γιατί, όπως αυτοί λένε, στους δυο στύλους αντίκρυ στο άδυτο, υπήρχαν παλιότερα χρυσές άμπελοι που σήκωναν τα παραπετάσματα που ήταν βαμμένα με πορφύρα και κόκκο». 1



Διάφορα δείγματα
Σολομώντειου ρυθμού.


Δυστυχώς όμως  αυτοί οι στύλοι του Ναού του Σολομώντα ήταν από χαλκό, όχι από μάρμαρο, άλλωστε καταστράφηκαν μαζί με τον Πρώτο Ναό το 587 π. Χ. Ούτε μπορεί να προέρχονταν από τον επόμενο ναό του Ηρώδη, μια που φτιάχτηκαν στην Ελλάδα.  

Ο στόχος της τελικής καταστροφής του Ναού από τους Ρωμαίους το 70 μ. Χ. ήταν η εξάλειψη της Ιουδαϊκής Θρησκείας, πράγμα που θα αντίφασκε με την διατήρηση αυτών των δύο στηλών.
Γιατί, αυτές οι δυο κολώνες ήταν ιερές, μέχρι και που είχαν και ονόματα.  “καὶ ἔστησεν τοὺς στύλους κατὰ πρόσωπον τοῦ ναοῦ ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ τὸν ἕνα ἐξ εὐωνύμων καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα τοῦ ἐκ δεξιῶν Κατόρθωσις καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἐξ ἀριστερῶν Ἰσχύς” 2  (Ιαχείν και Αβαίζ στα Εβραϊκά κατά τον Ιώσηπο. 3) Επιπλέον, όπως είπαμε, οι περιγραφές της Βίβλου και του Ιώσηπου δεν τεκμηριώνουν σαφώς κάποιο ελικοειδές χάραγμα, αλλά ένα επιπρόσθετο διακοσμητικό μοτίβο.

Συνεπώς, η επίσημη αρχαιολογία θεωρεί τις κολώνες του Μ. Κωνσταντίνου ως τα αρχαιότερα δείγματα Σολομώντειας κολόνας. Κάτι έχουν παραβλέψει όμως.


Μία εκδοχή της τελικής όψης
 του μνημείου των Πλαταιών.




Οι Έλληνες, για να γιορτάσουν τη νίκη κατά των Περσών στις Πλαταιές, αφιέρωσαν στους Δελφούς τρία χάλκινα φίδια με μπλεγμένο κορμό που, σχηματίζοντας “Σολομώντεια κολόνα” στήριζαν ένα χρυσό Τρίποδα. Τα τρία φίδια απεικόνιζαν τις Ελληνικές φυλές. Απάνω στις φολίδες τους ήταν γραμμένα τα ονόματα όσων πόλεων πολέμησαν.

Έτσι, το αρχαιότερο δείγμα Σολομώντειας κολόνας, δεν είναι από τον Β' αιώνα μ. Χ. που υπολογίζουν οι Ιστορικοί την κατασκευή των στύλων του Μ. Κωνσταντίνου, αλλά ανέρχεται ήδη στο 478 π.Χ.   

Ο χρυσός τρίποδας που στήριζαν τα φίδια, ένα άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, και ένα του Ποσειδώνα, φτιάχτηκαν από τα λάφυρα με κοινή απόφαση των Ελλήνων, σαν ευχαριστήρια προσφορά στους θεούς. 4

Σήμερα, ό, τι απέμεινε από το μνημείο των Δελφών βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, όπου μεταφέρθηκε, και αυτό, από τον Μέγα Κωνσταντίνο.


Αυτό που απέμεινε από το μνημείο των Πλαταιών.
Ιππόδρομος Κων/λης.



Άλλη εκδοχή της τελικής μορφής του μνημείου των Πλαταιών.
Είναι πιο λογική, γιατί ο Τρίποδας ήταν ολόχρυσος.


Μέχρι εδώ, λοιπόν, έχουμε αδιάσειστες απτές μαρτυρίες.
Και όμως μπορούμε να πάμε πολύ πιο πίσω, αν βασιστούμε στις λογοτεχνικές περιγραφές: Το τρικέφαλο φίδι ήταν ανέκαθεν ελληνικό εθνικό σύμβολο. «Τριέλικτος Δράκων» διακοσμούσε, πχ, κατά τον Όμηρο και τον θώρακα που φτιάχτηκε ειδικά για τον αρχηγό των Πανελλήνων Αγαμέμνονα. 5
Μόλις “πεταχτήκαμε” στον 8ο αιώνα π. Χ.: «κυάνεος ελέλικτο δράκων κεφαλαί δε οι ήσαν τρεις αμφιστρεφέες, ενός αυχένος εκπεφυίαι»
Και πάλι βέβαια, δεν πλησιάσαμε χρονολογικά το ναό του Σολομώντα. (10ος αιώνας π. Χ.) Τον πλησιάσαμε τεχνολογικά όμως... (Μπρούντζος) και επειδή οι περιγραφές των δύο στύλων δεν μας δίνουν καθαρή εικόνα για τον ρυθμό τους,  μάλλον πρέπει να ισχυριστούμε με βεβαιότητα πως οι πρώτες γνωστές Σολομώντειες κολόνες παγκοσμίως  είναι Ελληνικές, και ανάγονται στον 5ο αι. π. Χ.

Από εκεί και πέρα μπορούν να γίνουν πολλές υποθέσεις.
Μήπως το οφιοειδές σπειροειδές μοτίβο υπήρχε αρχικά και στον Εβραϊκό ναό, με πρότυπο τον “Χαλκούν Όφιν” του Μωυσή, το οποίο ο  Ευαγγελιστής Ιωάννης ταύτισε ακόμα και με τον Ιησού; : «…και καθώς Μωυσής ύψωσεν τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δειν τον υιόν του ανθρώπου…» 6

Το θέμα παραμένει ανοικτό στην έρευνα.

Δημήτρης Σκουρτέλης


Και άλλες Σολομώντειες κολώνες


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Κάκτου, Ορφικά, τομ. Β΄, σελ. 242. Ιωάννης Λυδός
2 Παλαιά Διαθήκη, Χρον. 2, 3, 17
3 Ιώσηπος, Ιουδαϊκή αρχαιολογία, Η, 77-78 “κατεσκεύασε δὲ ὁ Χείρωμος οὗτος καὶ στύλους δύο χαλκοῦς ἔσωθεν τὸ πάχος τεσσάρων δακτύλων. ἦν δὲ τὸ μὲν ὕψος τοῖς κίοσιν ὀκτωκαίδεκα πήχεων, ἡ δὲ περίμετρος δέκα καὶ δύο πηχῶν· χωνευτὸν δ᾽ ἐφ᾽ ἑκατέρᾳ κεφαλῇ κρίνον ἐφειστήκει τὸ ὕψος ἐπὶ πέντε πήχεις ἐγηγερμένον, ᾧ περιέκειτο δίκτυον ἐλάτῃ χαλκέᾳ περιπεπλεγμένον καλύπτον τὰ κρίνα. [78] τούτου δὲ ἀπήρτηντο κατὰ διστιχίαν καὶ ῥοιαὶ διακόσιαι. τούτων τῶν κιόνων τὸν μὲν ἕτερον κατὰ τὴν δεξιὰν ἔστησε τοῦ προπυλαίου παραστάδα καλέσας αὐτὸν Ἰαχείν, τὸν δ᾽ ἕτερον κατὰ τὸ ἀριστερὸν ὀνομάσας αὐτὸν Ἀβαίζ.”
4 Πλούταρχος, περί της Ηροδότου κακοηθείας, 42. Ηρόδοτος, 9, 81. Θουκυδίδης, Ιστοριών Α, 132
5 Ιλιάς, Λ, 16-44.
6. Καινή Διαθήκη, Κατά Ιωάννην, Γ΄, 14.