Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Γ. ΚΟΡΔΗ “Περί μεθόδου” (της Βυζαντινής αγιογραφίας)

Γ. ΚΟΡΔΗ
“Περί μεθόδου”
(της Βυζαντινής αγιογραφίας)
Ο Γ. Κόρδης επί το έργον.

Εισαγωγή - σχόλιο από τον Δημήτρη Σκουρτέλη.

Τον προηγούμενο αιώνα είχαμε το πρωτοφανές φαινόμενο να ασχολούνται ένα σωρό θεολογούντες (κληρικοί και κοσμικοί) με την Βυζαντινή Ορθόδοξη Αγιογραφία και να θέτουν κανόνες σε αυτήν οι οποίοι κατά πλειοψηφία ουδέποτε είχαν γραφτεί ή έστω παραδοθεί. Ακόμα πιο σημαντικό είναι πως ενώ η ίδια η Εκκλησία, με Συνοδικές αποφάσεις, είχε ήδη χαράξει έναν δρόμο ουσιαστικής ελευθερίας στους αγιογράφους, επεμβαίνοντας ελάχιστα στο έργο τους, αυτό, ανατράπηκε στις μέρες μας, μια που αυτή η ελευθερία μετατράπηκε σε μια σειρά αυθαίρετα διατυπωμένους κανόνες από παράγοντες που δεν είχαν και δεν έχουν  κανένα κύρος σε αυτόν τον τομέα, και καμία καλλιτεχνική παιδεία. Η κατάσταση έχει φτάσει ορισμένες φορές, σε φαινόμενα υστερίας.
Καιρός λοιπόν να μιλήσουν οι ειδικοί. Αυτοί που όλη τους την ζωή μελετούν την Τέχνη της βυζαντινής αγιογραφίας και έχουν σπάσει τη μέση τους στην σκαλωσιά. Και δεν υπάρχει ειδικότερος από τον Γεώργιο Κόρδη, έναν καλλιτέχνη και θεωρητικό με σπάνια προσόντα. (δείτε το βιογραφικό του εδώ)
Δεν μπαίνει θέμα δημιουργίας κάποιων κανόνων. (πάλι) Χορτάσαμε. Ούτε καν θέμα συμφωνίας απόψεων. Η Μέθοδος, αυτό το ιερό εργαλείο, τόσο άγνωστο στην Ελλάδα, δηλαδή ο τρόπος προσέγγισης του ζητήματος μας ενδιαφέρει.
Καιρός να μιλήσουν οι ειδικοί, και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, δηλαδή οι δημιουργοί και οι θεωρητικοί της Τέχνης.
(Ο Γ. Κόρδης είναι και τα δύο)

Γεωργίου Κόρδη
ΠΕΡΙ ΜΕΘΟΔΟΥ ΛΟΓΟΣ ΜΙΚΡΟΣ Ι.

Η Παράδοση στην Εκκλησία είναι σώμα που ο πυρήνας του, η ουσία του παραδόθηκε από τον ίδιο το Χριστό, είναι ο ίδιος ο Χριστός, αλλά η περι-ουσία του δομήθηκε μέσα στους αιώνες, αυξήθηκε με τη χάρη του Θεού και το φωτισμό του αγίου Πνεύματος και όπως κάθε σώμα μεγάλωσε και θα μεγαλώνει.
Ασφαλώς απαιτούνται πολλές διακρίσεις αν επιχειρήσει κανείς να προχωρήσει πέρα από το σημείο αυτό κι αν προσπαθήσει να εξειδικεύσει.
Μιλώντας για τέχνη , που μας αφορά, μπορούμε να πούμε πως η παράδοση στην εκκλησιαστική τέχνη έχει μακρά ιστορία που πρέπει όλη να τη σεβαστούμε και να μην απορρίπτουμε τίποτα απ᾽όσα έγιναν. Πρέπει όμως να μάθουμε και να την διαβάζουμε με σωστές προϋποθέσεις και κυρίως με καλή μέθοδο.
Δε γίνεται δηλαδή να δεχόμαστε μονάχα την τέχνη μέχρι τον 12 αι, όπως κάνουν πολλοί σήμερα αγιογράφοι και θεωρητικοί της Β. τέχνης σε κάποιες χώρες της ανατολικής Ευρώπης, ούτε να δεχόμαστε ως ορθή μονάχα την τέχνη του Πανσέληνου, όπως κάνουν κάποιοι Θεσσαλονικείς, ούτε φυσικά να δεχόμαστε μονάχα τον Θεοφάνη και την κρητική αγιογραφία. Και φυσικά δεν γίνεται να απορρίπτουμε ως αιρετική την εικονογραφική παραγωγή μετά το 17 ο αι. ως δήθεν νατουραλιστική και αρα μη ορθόδοξη.
Απο τη στιγμή που η Εκκλησία ως σώμα (Σύνοδος Οικουμενική) δεν καθόρισε τρόπο για την απόδοση των εικόνων δεν γίνεται να απορριφθεί κάποια εικόνα με κριτήριο τεχνοτροπικό. Με κριτήριο τη διατήρηση των υποστατικών μορφών μπορεί μια εικόνα να κριθεί και να απορριφθεί.
Όμως δεν είναι αρκετό να δεχτούμε όλη την εικονογραφική παραγωγή και την ιστορία της. Το μεγάλο πρόβλημα είναι το πως την διαβάζουμε και τι συμπεράσματα βγάζουμε ώστε να μπορούμε να συνεχίσουμε την παράδοση αυτή. Γιατί μπορεί η αυθεντικότητα μιας εικόνας να μην κρίνεται απο την τεχνοτροπία της αλλά το περι-ουσιακό αυτό στοιχείο δεν είναι αμελητέο και αδιάφορο. Ειναι περι-ουσία αρα πλούτος.
Πως λοιπόν διαβάζουμε την εικόνα και την ιστορία της και πώς συμπεραίνουμε ώστε να έχουμε ως εκκλησιαστικό σώμα το πνεύμα και το ηθος της παράδοσης και να συνεχίζουμε να εμπλουτίζουμε την παράδοση;
Δεν επιδιώκω ασφαλώς να απαντήσω με τις λίγες αυτές σκέψεις σε ενα τέτοιο ερώτημα. Απλώς θέλω να θέσω το ζήτημα της μεθόδου.
Το απέραντο αυτό εικονογραφικό υλικό πώς το κοιτάζουμε, πως το ταξινομούμε, πώς το αξιολογούμε αν πρέπει να το αξιολογούμε καν; Αυτό είναι το ερώτημα.
Συχνά οι ιστορικοι της τέχνης δεν ασχολούνται με τέτοιου ειδους ερωτήματα και δεν είναι ισως υποχρεωμένοι να το κάνουν. Οι εικονογράφοι όμως είναι αναγκασμένοι να το κάνουν. Κι αυτό γιατί όταν καλούνται να ζωγραφίσουν , ακόμη κι οταν απλώς αντιγράφουν, οφείλουν αν εχουν κριτήριο και να ξέρουν πως να κάνουν και την παραμικρή αλλαγή επάνω στα εικονίσματα.
Αρα εμεις ως ζωγράφοι-δημιουργοί που λειτουργούμε μέσα σε ενα εκκλησιαστικό σώμα, οφείλουμε να ασχοληθούμε με την μέθοδο.
Για να μην κουράζω με μακροσκελή κείμενα σταματώ εδω και θα επανέλθω αργότερα με το Β μερος των σκέψεων μου επάνω στο θέμα αυτό.


ΠΕΡΙ ΜΕΘΟΔΟΥ ΛΟΓΟΣ ΜΙΚΡΟΣ ΙΙ

Άμα πας στη θεία Λειτουργία σε ορθόδοξο ναό όταν απαγγέλεται το Σύμβολο της Πίστεως αναμένεις να ακούσεις το πλήρως μέχρι τούδε διαμορφωμένο απο τις Οικουμενικές Συνόδους Σύμβολο. Ουδείς οθόδοξος διανοείται να απαγγείλει ενα πρωτόλειο Σύμβολο των πρώτων αιώνων ή να το αλλάξει με ενα δικής του εμπνεύσεως αντικαθιστώντας το υπάρχον.
Αυτό συμβαίνει γιατί στο εκκλησιαστικο σώμα η εμπειρία και η Αλήθεια και δη αυτή που είναι εκφρασμένη απο το Σώμα (δηλαδή σε Οικουμενική Σύνοδο) δεν μπορεί να παρακάμπτεται για κανένα λόγο.
Ετσι ειναι και με τες εικόνες που είναι το μόνο δημιούργημα τέχνης για το οποίο συνεκλήθη Σύνοδος του σώματος της Εκκλησίας. Οσα στη Σύνοδο αυτή ειπώθηκαν έγιναν αποδεκτά απο το σώμα και είναι η βάση στην οποία ολα κρίνονται και χτίζονται.
Ετσι ολη ιστορία της εκκλησιαστικής τέχνης διακρίνεται σε δύο περιόδους. Πριν και μετά την Ζ Οικουμενική Σύνοδο και την διατύπωση της Θεολογίας της. Αυτή η θεολογία , η αλήθεια της οποίας διακηρύσσεται καθε χρόνο την Κυριακή της Ορθοδοξίας είναι το σημείο αναφοράς για κάθε τι που σχετίζεται με τες εικόνες.
Ακόμη και αναφορές μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας που εχουν διατυπωθει προηγουμένως και δεν συνᾴδουν με τη θεολογία αυτή παραμερίζονται και δεν λαμβάνονται υπόψιν. χαρακτηριστική περίπτωση ο λόγος του αγίου Επιφανίου Κύπρου και οι ενστάσεις του για τις εικόνες του Χριστού.
Κι αν αυτό ισχύει για τα θεωρητικά πόσο μάλλον για τα καλλιτεχνικά.
Μορφές που υπηρέτησαν την εκκλησιαστική έκφραση πριν την εικονομαχία ισως να μην είναι πλεόν δεκτές ως μη συμβατές με τη θεολογία της Ζ Οικουμενικής Συνόδου και να πρέπει να παραμεριστούν.(Απλό και χαρακτηρισικό παράδειγμα ο εξεικονισμός του Χριστού ως Αμνού στην παλαιοχριστινική τέχνη και η χρήση των συμβατικών μορφών του αγένειου θεού Απόλλωνος για τον εξεικονισμό του ένδοξου Χριστού των θαυμάτων σε ψηφιδωτά της Ραβέννας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως αυτές οι καλλιτεχνικές φόρμες ή οι στυλιστικές προτάσεις πρέπει να απαλειφθούν ή να καταστραφούν ή να απαξιωθούν καλλιτεχνικά . Φυσικά και όχι. Μένουν ως ενα μέρος της ιστορίας του σώματος που όμως δεν λειτουργεί πλέον.
Επειδή τα πράγματα στην εκκλησιαστική ζωη και παράδοση λειτουργούν ετσι βλέπουμε τις μεγάλες αλλαγές στην εικονογραφική τέχνη μετά την εικονομαχία και την διατύπωση της θεολογίας της εικόνας και των εικονισμάτων (τεχνητών εικόνων).
Η μεγαλύτερη απ᾽όλες τις αλλαγές που συντελέστηκαν είναι η οριστικοποίηση και σταθεροποίηση των εικονογραφικών τύπων για το Χριστό τους αγίους ακόμη και για τες παραστάσεις , οπου ισως και να μην υπάρχει λόγος. Ταυτόχρονα όμως παρατηρείται η απελευθέρωση των τεχνοτροπιών. Σαν να έγινε μια σεισμική αλλαγή. Ενω πριν το επίκεντρο της τέχνης ηταν κυρίως εικονογραφικο, πώς δηλαδή η τέχνη θα βρει τρόπους-μορφές να εικονίσει το Χριστό, μετά έγινε τροπικό. Αφου δηλαδή η μορφή-εικονα του Ιησου της Ναζαρέτ ήταν δεδομένη η τέχνη αναζήτησε να βρει τρόπους εικαστικούς για να κάνει αυτήν την εικόνα λειτουργική μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα.
Ετσι η τέχνη των εικόνων έγινε κυρίως τροπικό γεγονός χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως έχασε και το ενδιαφέρον της για οπτικοποίηση θεολογικών σημαινομένων μέσα απο διάφορες εικονογραφικές λεπτομέρεις που παρεμβάλλονται στα εικονίσματα.
Η ανάλυση όμως του τρόπου των εικόνων και οι λειτουργίες των επιμέρους στοιχείων είναι άλλο ζήτημα που θα μας απασχολήσει σε άλλο κείμενο.