Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Το τρίπτυχο με την "Δέηση". Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη

Η σύνθεση που λέγεται "Δέησις" περιλαμβάνει
την Παναγία και τον Ιωάννη τον Πρόδρομο
να δέονται στον Κύριο Ιησού Χριστό για τους ανθρώπους.
Στην πλήρη της μορφή, αυτή η σύνθεση
περιλαμβάνει και Αγγέλους και τους Αποστόλους.
Το έργο είναι του Δημήτρη Σκουρτέλη.

Προσθήκη λεζάντας











Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Η Αναγέννηση των Παλαιολόγων μέρος Β'



Η ΑΝΑΓΈΝΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΛΌΓΩΝ ΣΤΟ 

ΒΥΖΑΝΤΙΟ

(Συμβολικά, η περίοδος από την Φραγκοκρατία (1204) έως την Αλωση (1453)
Περίληψη του αντίστοιχου κεφαλαίου της διπλωματικής εργασίας ("Maitrise") του Δημήτρη Σκουρτέλη στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, στο τμήμα Εικαστικών Τεχνών, με τίτλο : "Η αναγέννηση της Βυζαντινής ζωγραφικής το 20ο αι. στην Ελλάδα"

Επιστρέφοντας στο θέμα που θίξαμε στην αρχή του κεφαλαίου μας, δηλ. την νέα θέση του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας σχετικά με την Δύση αλλά και στον κόσμο, μπορούμε να πούμε πως αυτό το πρόβλημα είναι στις ρίζες κάθε πνευματικού κινήματος της εποχής αυτής.

Είναι λοιπόν, η διαμόρφωση του νέου προσώπου του Ελληνισμού που βρίσκεται στη βάση της εποχής των Παλαιολόγων. Αφορά την δημιουργία μιας νέας Εθνικής ιδεολογίας (Η μιας Εθνικής ιδεολογίας απλά) ενός νέου πατριωτισμού, ώστε να ανακουφιστεί η Εθνική Υπερηφάνεια, που τόσο γελοιοποιήθηκε και καταρρακώθηκε από το Σχίσμα και την Φραγκοκρατία.



Ο Χριστιανισμός δεν αρκούσε πια για να δικαιώνει το Βυζάντιο απέναντι στους εχθρούς του μια που τώρα και η Χριστιανική Δύση ήταν αντίπαλός του. Συνεπώς, οι Βυζαντινοί θα αγκιστρωθούν στην αρχαία Ελληνική παράδοση –όπως είχαν δικαίωμα εξ αιτίας της γλώσσας τους- και φυσικά στην Ορθοδοξία, την «ορθή πίστη» που πλέον δεν κινδύνευε μόνον από τους «άπιστους» δηλ τους Τούρκους, αλλά και από τους«αιρετικούς» και «σχισματικούς», δηλ τους Χριστιανούς της Δύσης. Οι Βυζαντινοί διανοούμενοι, προσκολλημένοι στην αρχαία Ελλάδα και ο λαός του Βυζαντίου, προσκολλημένος στην Ορθοδοξία, θα αναλάβουν μαζί το έργο της σωτηρίας του κράτους των Ορθοδόξων Ελλήνων, που τώρα πια είναι το Βυζάντιο. [1]

Ιδού λοιπόν το σημείο συνάντησης των Ησυχαστών και των Ανθρωπιστών, πίσω από μια επιφανειακή αντιπαράθεση. Από διαφορετικούς δρόμους, αυτά τα δυο κινήματα σχηματίζουν το νέο πρόσωπο του Ελληνισμού, που ας το πούμε, δεν διαφέρει πολύ από το σημερινό.  Αυτά οφείλονται και σε δημογραφικούς λόγους, [2] μια που η επιστροφή του όρου «Έλληνας» σε αντικατάσταση του όρου «Ρωμαίος»που παλιότερα καθόριζε τον Βυζαντινό πολίτη, και άλλα, παράλληλα φαινόμενα, οφείλονται και στο ότι η Αυτοκρατορία εγκαταλείπει πια τα οικουμενικά της όνειρα και περιορίζεται γεωγραφικά σε περιοχές που κατοικούνται από Έλληνες.



Η συνάντηση των δυο ρευμάτων είναι εμφανής στην τέχνη της περιόδου, που παρουσιάζει έξοχα μνημεία. Τα πρότυπα που εμπνέονται από την κλασσική αρχαιότητα ακολουθώντας τις αντιλήψεις των Ανθρωπιστών, συνταιριάζουν με το όραμα του υπερφυσικού«Θαβωρείου και ακτίστου φωτός» των Ησυχαστών, και την μεταμόρφωση του ορατού κόσμου. Οι Ησυχαστές, μέσω της «Κυριακής προσευχής» έφθαναν σε μια θέαση του κόσμου και του εαυτού τους, μεταμορφωμένη από την Θεία Χάρη. Άχρηστο, ίσως, να υπογραμμιστεί πόσο αυτή η οπτική επηρέασε το χρώμα και την αντίληψη του φωτός στην Βυζαντινή ζωγραφική της περιόδου.

Πολλοί ιστορικοί δεν έχουν κατανοήσει αυτήν την Σύνθεση. Λένε πως η τέχνη της περιόδου δεν είναι άλλο παρά το αποτέλεσμα Αρχαιοελληνικών επιρροών εις βάρος της Ορθόδοξης τέχνης. Άλλοι  πάλι, χαρακτηρίζουν την τέχνη της εποχής σαν μια «αποτυχημένη»Αναγέννηση, «πνιγμένη από έναν αρρωστημένο μυστικισμό»συγκρίνοντάς την με την Ιταλική Αναγέννηση.

Η ζωγραφική των Παλαιολόγων δεν ήταν ούτε η «παραχάραξη της παράδοσης» [3] ούτε μια Αναγέννηση πνιγμένη από τον μυστικισμό. Άλλωστε, η Αναγέννηση των Παλαιολόγων δεν αποτελεί εξαίρεση στην ιστορία της Βυζαντινής τέχνης. Αντίθετα δεν είναι παρά μια Αναγέννηση ανάμεσα στις πολλές παρόμοιες που γνώρισε αυτή η τέχνη. Στην πραγματικότητα, η επιστροφή στις αρχαίες πηγές είναι ένα συχνό φαινόμενο στην αγιογραφία.



Από την άλλη, όποια σύγκριση με την Ιταλική Αναγέννηση είναι ατυχής και αδόκιμη.  Η Ιταλική Αναγέννηση απέβλεπε σε μια ριζική ανάταξη της πνευματικής ζωής, που συνοδεύονταν με σειρά επιστημονικών ανακαλύψεων, μια μεγάλη οικονομική και εμπορική ανάπτυξη και με την κατάκτηση νέων περιοχών. Στην ουσία, η Ιταλική Αναγέννηση ήταν ένα κοινωνικό, πολιτικό και πνευματικό κίνημα που σηματοδοτεί την εξέλιξη της Δυτικής κοινωνίας σε μια Κεφαλαιοκρατική(καπιταλιστική) διάρθρωση, πράγμα που απαιτούσε νέες οδούς σκέψης.

 Τίποτα από αυτά, που καθορίζουν την Ιταλική Αναγέννηση,  δεν είναι κοινό με την Αναγέννηση των Παλαιολόγων. Η Ελληνική Αναγέννηση δεν ανακάλυπτε κάτι νέο, δεν έρχονταν σε ρήξη με το πρόσφατο παρελθόν της, αλλά υπογράμμιζε ένα στοιχείο που ήδη υπήρχε στην Βυζαντινή τέχνη –την αρχαία επιρροή. Δεν προσπαθούσε να δημιουργήσει έναν νέο κόσμο, αλλά να διατηρήσει ένα ένδοξο παρελθόν, όπως όφειλε. [4]

«Γεγονός είναι, πως οι ύστεροι Βυζαντινοί –σε αντίθεση με τους Ιταλούς- άφησαν χώρο στο Φυσικό, χωρίς να γίνουν Φυσιοκρατιστές. Χρησιμοποίησαν το Βάθος, χωρίς να το φυλακίσουν στους νόμους της Προοπτικής. Εξερεύνησαν το Ανθρώπινο, αλλά χωρίς να το απομονώσουν από το Θείο»... «Μπορούμε να αναρωτηθούμε αν η τέχνη των Παλαιολόγων αντιπροσωπεύει, όχι πλέον μια χαμένη Αναγέννηση, αλλά μια Αναγέννηση μεταμορφωμένη» [5]



Οι καλλιτέχνες αυτής της εποχής αρχίζουν πλέον να υπογράφουν τα έργα τους. Αλλά όσο και αν αναπτύσσουν τεχνοτροπίες λίγο-πολύ προσωπικές, παραμένουν συλλογικοί, και ακολουθούν τους κανόνες της αγιογραφίας. Αυτή η αντίληψη για τον καλλιτέχνη αγιογράφου παραμένει ως τις μέρες μας.

Η Αναγέννηση των Παλαιολόγων είναι ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να κατανοηθεί αν δεν το δούμε σαν αντίδραση στον στραγγαλισμό της Αυτοκρατορίας μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Από τη  άλλη, δεν ήταν ένα φαινόμενο διαρκείας, όπως στην Δύση. Αντιθέτως, θα μπορούσαμε να την κατατάξουμε μεταξύ των πολλών «Αναγεννήσεων» που γνώρισε η Βυζαντινή τέχνη κατά την  ύπαρξή της. [6]

Αλλωστε, αφού έκανε τον πλήρη κύκλο της, η Αναγέννηση των Παλαιολόγων παραχώρησε την θέση της (ακόμα και προ της Άλωσης) σε έναν πιο αυστηρό ρυθμό, που αποκαλούμε «Κρητική Σχολή»








[1] Αρβελέρ, «Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» σελ. 73-74
[2] Στήβεν Ράνσιμαν «Η τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση» σελ. 37
[3] Βράνος, «Θεωρία της αγιογραφίας» σελ. 25
[4] Οττο Ντέμους «Αρχαίες εικόνες της Ρωσίας» σελ. 9
[5] Olivier Clement, «Byzance et le Christianisme» σελ 77 Ήδη εξηγήσαμε πως οι συγκρίσεις αυτές είναι μάταιες.
[6] Όπως λέει ο Ράνσιμαν, άλλοτε ο καλλιτέχνης όφειλε να προσαρμόζεται σε ένα Ελληνίζον κοινό, και άλλοτε ένας Ελληνίζων καλλιτέχνης όφειλε να προσαρμοσθεί σε ένα κοινό πιστών. («Ο Βυζαντινός πολιτισμός» σελ. 305)